Ζαγόρια, κάστρα και ποτάμια

D
Γιάννης Δημητρόπουλος

Ζαγόρια, κάστρα και ποτάμια

Το βιβλίο του Κοντοσόπουλου για τα νεοελληνικά ιδιώματα δεν είχε δυστυχώς χάρτες «ισογλώσσων». Παρ’ όλα αυτά, από τη λεκτική περιγραφή δεν δυσκολεύτηκα να καταλάβω τα όρια της χαρακτηριστικότερης, ίσως, διαφοροποίησης. Η λεγόμενη ζώνη του «ίντα» —των περιοχών με τη δισύλλαβη ερωτηματική αντωνυμία στη θέση τού «τι»— καλύπτει έναν κατεξοχήν ακριτικό ελληνισμό: τη νότια και νοτιοανατολική νησιωτική χώρα, καθώς και τις ανατολικότερες διαλέκτους όπως τα ποντιακά και τα κυπριακά. Οι ειδικοί παρατηρούν ότι τα ελληνικά αυτών των περιοχών χρησιμοποιούν αρχαιότερους τύπους σε σχέση με τις κυρίαρχες αναγνωρίσιμες διαλέκτους της ηπειρωτικής χώρας και των Επτανήσων.

Ένα παρόμοιο φαινόμενο υπάρχει και στην κροατική γλώσσα, στην οποία ομοίως διαφέρει ανά περιφέρεια η λέξη για το «τι». Η πρότυπη μορφή što χρησιμοποιείται σε όλες τις επίσημες γλώσσες που προήλθαν από τη σερβοκροατική και είναι η πιο διαδεδομένη γεωγραφικά στην πρώην Γιουγκοσλαβία. Στα πρώην βενετσιάνικα νησιά και την Ιστρία προτιμάται το ča. Όμως, στη λεγόμενη «κυρίως Κροατία» —τη μάλλον στενή λωρίδα κοντά στην πρωτεύουσα, με περιορισμένες τις επιρροές από τα τουρκικά ή τα ιταλικά— επικρατεί ο τρίτος τύπος, το kaj (προφέρεται «κάι»).

Το kaj δεν είναι απλά μια λεξούλα — ούτε μόνο ο χαρακτηρισμός για την πλησιέστερη διάλεκτο στα γειτονικά σλοβενικά, με τους ουκ ολίγους γερμανισμούς. Συμβολίζει συνολικά την κουλτούρα μιας περιοχής με όρια εν μέρει γεωγραφικά και εν μέρει πολιτικά. Το δημοφιλές Radio Kaj, με στούντιο σε τρεις πόλεις πέραν του Ζάγκρεμπ, συχνά παίζει παραδοσιακά τραγούδια συνοδευόμενα από τον διαδεδομένο τύπο εγχόρδου της παννονικής πεδιάδας: την παραλλαγή του βαλκανικού ταμπουρά με το παραπλήσιο όνομα ταμπουρίτσα.

Το Ζάγκρεμπ θεωρητικά είναι η καρδιά της «ζώνης του kaj» — ωστόσο, η αστυφιλία που διόγκωσε την περιφερειακή και νυν εθνική πρωτεύουσα αδυνάτισε αυτόν της τον ρόλο. Τη σκυτάλη, διοικητικά τουλάχιστον, πήρε η Κράπινα, μια υπερβολικά ήσυχη πόλη στον δρόμο για Μάριμπορ και Βιέννη, με βασικό αξιοθέατο ένα (μάλλον απλοϊκό) μουσείο για τους Νεάντερταλ που έζησαν προϊστορικά στην περιοχή. Αρκετά πιο ενδιαφέρουσα είναι η εξοχή, που αρχίζει ακριβώς πίσω από τον ορεινό όγκο Σλιέμε του βορείου Ζάγκρεμπ, και γι’ αυτόν τον λόγο είναι γνωστή με το όνομα Ζαγόρια (Zagorje, «πέρα από το βουνό»). Οι ήπιοι λόφοι είναι γεμάτοι χωριά, αγροκτήματα, ποτάμια και ταβέρνες με εξαιρετικό φαγητό — αλλά και εντυπωσιακότερα τοπόσημα, παλιότερα όπως το κάστρο του Βέλικι Τάμπορ, και σύγχρονα όπως οι λουτρικές εγκαταστάσεις «τόπλιτσε», που έχουν προσελκύσει έως και Κινέζους επενδυτές.

Ακόμη πιο προκομμένη —και σε πολλά υποδειγματική για ολόκληρη την Κροατία— είναι η αμέσως βορειότερη πρωτεύουσα νομού, το Βάραζντιν. Ευνοημένο παλαιόθεν από την τοποθεσία του, λίγα μόλις χιλιόμετρα από την Ουγγαρία και τη Σλοβενία, όχι μόνο διατηρεί τις εμβληματικές του βιομηχανίες (όπως την κλωστοϋφαντουργική Varteks και τη μονάδα τροφίμων Vindija), αλλά συνεχίζει να αναπτύσσει ποικίλες δραστηριότητες, με έντονο εξαγωγικό προσανατολισμό. Έχοντας διατελέσει έως και πρωτεύουσα της Κροατίας για κάποια χρόνια τον 18ο αιώνα, ανέδειξε χωρίς ενδοιασμούς στοιχεία πλουραλισμού στην τοπική κοινωνία —συμπεριλαμβανομένων ορθόδοξων τοπικών αρχόντων, που προώθησαν την ανέγερση του ναού του Αγίου Γεωργίου— και παραμένει (ακόμη και στη φετινή χρονιά επικράτησης της Δεξιάς και ήττας των Σοσιαλδημοκρατών) προπύργιο των κεντροαριστερών και φιλελεύθερων πολιτικών δυνάμεων.

Ο αριστερότερος πολιτικός προσανατολισμός είναι ένα γενικότερο χαρακτηριστικό στην Κροατία, όσο απομακρύνεται κανείς από τις βαθύτερα «βαλκανικές» περιοχές της. Πέρα από την περιοχή του Βάραζντιν (και την παλιά ιταλική Ιστρία, με τον καθοριστικό ρόλο του περιφερειακού της κόμματος), αυτό εκδηλώνεται σε όλη σχεδόν την ζώνη του «kaj», συμπεριλαμβανομένης της πρωτεύουσας Ζάγκρεμπ — στην οποία εντυπωσίασε η επίδοση (άνω του 20%) της νεοσύστατης κροατικής εκδοχής των Ποδέμος. Στην ίδια περιοχή, μια ακόμη πόλη-δορυφόρος του Ζάγκρεμπ έχει τη δική της συμβολή στην ιστορία της κροατικής Αριστεράς: στο Σάμομπορ, που σήμερα φιλοξενεί αρκετούς αποκεντρωμένους «αστούς», ιδρύθηκε το 1937 το Κροατικό Κομμουνιστικό Κόμμα.

Τα όρια της ζώνης «kaj» προς τα δυτικά και νότια είναι μάλλον δυσδιάκριτα, αλλά σε γενικές γραμμές ταυτίζονται, αντίστοιχα, με τον Δειναρικό αυχένα και με την περιοχή της παλιάς Στρατιωτικής Μεθορίου των Αυστριακών — στον στενό «λαιμό» μεταξύ Σλοβενίας και Βοσνίας. Η όμορφη και φιλόξενη έκταση συμπεριλαμβάνει τον ορεινό όγκο Ζούμπερακ — καταπράσινα βουνά, πραγματικά όμορφα όπως δηλώνει και το γερμανικής προέλευσης όνομα Schönberg. Όμορφοι και οι άνθρωποι που έχουμε γνωρίσει από την περιοχή, αλλιώτικοι από το στερεότυπο του ψηλού και υπερήφανου Βαλκάνιου. Λίγα μόλις χιλιόμετρα από τη μονοτονία της πεδινής ροής του Σάβου, οι τέσσερις παραπόταμοί του (Κούπα, Ντόμπρα, Κόρανα και Μρέζνιτσα) κυλούν σε μαγευτικές κοιλάδες, με ήρεμη ροή τον περισσότερο χρόνο — παρέχοντας εξαιρετικές ευκαιρίες κολύμβησης τους ζεστούς μήνες.

Λίγο πιο πέρα από το κομβικό σημείο συμβολής των τεσσάρων ποταμών, το κανάλι υπερχείλισης του Κούπα στο Κάρλοβατς μας θυμίζει την ενίοτε καταστροφική δύναμη του νερού. Μερικά χιλιόμετρα παραπάνω, ακολουθώντας τις συμβουλές του διάσημου απόφοιτου του τοπικού γυμνασίου με το όνομα Νίκολα Τέσλα, η πόλη του αρχιδούκα Καρόλου Β’ ηλεκτροφωτίστηκε χάρη στο υδροηλεκτρικό εργοστάσιο του κοντινού Όζαλι. Εκεί, «στο χωριό του Τζον Μάλκοβιτς» (τόπο απώτερης καταγωγής της οικογένειας του ηθοποιού), δεσπόζει ένα από τα πολλά κάστρα ευγενών, που βρίσκονται διάσπαρτα στη ζώνη του «kaj». Οι οικογένειες Φράνκοπαν, Ζρίνσκι, Ντράσκοβιτς όπως και οι κόμητες του νυν σλοβενικού Τσέλιε (Τσίλι στα γερμανικά) ήταν οι τοπικοί ή υπερτοπικοί άρχοντες τους προηγούμενους αιώνες: οι ενδιάμεσοι φορείς της αυστριακής εξουσίας — και του γερμανόφωνου πολιτισμού που έκανε τους κατοίκους να ονομάζουν «τσουγκ» το τρένο, «φάσνικ» το καρναβάλι και «πούργκερι» τους πολίτες του Άγκραμ/Ζάγκρεμπ. Ακόμη κι αν ο λαός ποτέ δεν εγκατέλειψε τη σλάβικη ντοπιολαλιά: με τον τόνο στην παραλήγουσα, τα υποκοριστικά σε -εκ και -ετς — και το ολόδικό τους, διπλά ακριτικό «ίντα».