Μικρό ημερολόγιο για την κατάθλιψη [5]

L
Λία Σκλαβενίτου

Μικρό ημερολόγιο για την κατάθλιψη [5]

[ ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ] [ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ ] [ ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ ] [ ΤΕΤΑΡΤΟ ΜΕΡΟΣ ]

16 Αυγούστου (α΄)

Τελικά έτσι θα το πάμε; Δύο νύχτες νυχτέρι, μία ύπνος μοσχαρίσιος; Μήπως να μοιράζαμε τις ώρες, κυρία Κατάθλιψη; Σκύλα που θα σε πω και κυρία, φίδι κολοβό. Μία διαίρεση θα κάνουμε, σιγά το πράμα. Από τις απλές, χωρίς δεκαδικά. Μουχρίτσα! Δεν σας φιλώ, θύμωσα. Μήπως να άρχιζα να σχεδιάζω κανένα σπίτι; Το Σπίτι της Κατάθλιψης;

16 Αυγούστου (β΄)

Δεν μου αρέσει να πληγώνω τους ανθρώπους, το τρέμω. Το σίγουρο όμως είναι πως πλήγωσα πολλούς και μάλιστα βαθιά. Η ζωή είναι μία ατελείωτη ανταλλαγή παρεξηγήσεων και πληγών αχρείαστων. Στην ουσία η έλλειψη επικοινωνίας, ο φόβος της αποκάλυψης των μύχιων σκέψεων και επιθυμιών, σε κάνουν έναν άλλο. Εγώ αυτόν τον άλλο τον σιχάθηκα. Τώρα, πώς μου ήρθε αυτό; Αφορμή είναι η ανάγνωση δυνατά της τελευταίας ανάρτησης του Ημερολογίου της Κατάθλιψης. Σε αυτό αναφέρομαι συχνά στον αδελφό μου και μάλλον θα σχηματίσατε την εντύπωση πως του έχω αδυναμία. Όντως του έχω μεγάλη αδυναμία, έχουμε κοινές αγάπες, κοινά πάθη, βγήκαμε από κοινή μήτρα, κάναμε καλό και κακό ο ένας στον άλλο και στο τέλος πάλι μάς έμεινε η αγάπη. Έχουμε και μία αδελφή, την Εκάβη μας. Σε αυτήν δεν αναφέρομαι γιατί δεν της αρέσει, την ενοχλεί, όπως και στον γιο μου και στον άντρα μου· τους ενοχλεί. Μόνο τον αδελφό μου δεν ενοχλεί και για αυτό αναφέρομαι συχνά σε αυτόν. Μόλις σας περιέγραψα πώς χτίζεται μία παρεξήγηση και πώς δημιουργείται ένα τραύμα από το πουθενά, ότι δηλαδή εγώ και ο αδελφός μου είμαστε πιο κοντά την ίδια στιγμή που εγώ ξέρω πως ο αδελφός μου και η αδελφή μου ήταν μαζί, ενώ εγώ τρύπωνα — μία ζωή τρύπωνα. Που και αυτό με τη σειρά του μπορεί να είναι μία παρεξήγηση, αλλά δεν κάναμε ποτέ τον κόπο και τη θυσία να τη λύσουμε οι τρεις μας. Εγώ αυτό το σιχάθηκα! Η Εκάβη μου, η Εκάβη μας, Θεέ μου πόσο ζήλευα το όνομά της. Μέχρι τα δέκα μου περίπου κοιμόμουν μαζί της, στην αρχή χωριστά και μετά τρύπωνα στο κρεβάτι της, όπως κάνουν τα παιδιά με τη μαμά τους. Αδύνατον να με χωρίσεις, ακόμη και όταν έκανε εγχείρηση σκωληκοειδίτιδας και με μάλωναν και με αγριεύανε να μην πάω, εγώ τρύπωνα. Κι όταν παντρεύτηκε και έφυγε, μέχρι που κουτούλησα το κεφάλι μου στην αυλόπορτα του σχολείου και γέμισα αίματα, για να πάω σπίτι και να προλάβω να με πάρουν πριν φύγουν μαζί τους. Πλέον η Εκάβη και ο Δημήτρης, ο άντρας της ο Δημήτρης! Και αυτοί με έπαιρναν. Και ήμασταν η Εκάβη, ο Δημήτρης και εγώ, και μετά η Εκάβη, ο Δημήτρης, ο Θοδωρής και εγώ και μετά η Εκάβη, ο Δημήτρης ο Θοδωρής, η Κική και εγώ — και μετά επιτέλους ερωτεύτηκα και τους άφησα ήσυχους τους ανθρώπους. Περίπου δηλαδή ήσυχους, είχα γίνει πια και δεκαεννιά χρονών! Δεν νομίζω να τους αφήσω ποτέ ήσυχους, κάναμε καλό και κακό ο ένας στον άλλο και στο τέλος πάλι μάς έμεινε η αγάπη. Σας φιλώ και σας αγαπώ, συνεταιράκια! ΥΓ. Μου έφυγε ένα βάρος! Επίσης να μη κάνετε ποτέ τρία παιδιά, άμα κάνατε τρία να κάνετε και τέταρτο! Εγώ έκανα ένα γιατί δεν άντεχα να μάθω ποιον αγαπούσε πιο πολύ η μαμά μου.

17 Αυγούστου (α΄)

Προσπαθώ να ξεκινήσω τη Δευτέρα μου που έτσι και αλλιώς την ξεκινάω δύσκολα γιατί προηγήθηκε το Σαββατοκύριακο και αυτή είναι μία ρουτίνα που δεν νομίζω ότι αξίζει τον κόπο να την αλλάξω. Είναι τόσες οι άλλες οι σημαντικές που περιμένουν στην γωνία. Σήμερα έμαθα πως στην άλλη άκρη του Ωκεανού θα δουλεύουν με τηλεργασία τουλάχιστον μέχρι τον Απρίλιο. “Μας το λένε σιγά-σιγά”. Αναφώνησα! Δεν ξέρω μέσα στα σκοτάδια που βυθίστηκα τι φούσκα έκανα για να επιβιώσω. Τι περίμενα; Νομίζω πως, όταν είχα πρωτακούσει πως το Χάρβαρντ μήνυσε τους φοιτητές να μην επιστρέψουν πριν τον Σεπτέμβριο, ήταν αρχές Φεβρουαρίου και το θεώρησα τόσο τρομακτική σαν προοπτική που την έκρυψα σαν να ήταν μυστικό που διέρρευσε. Και τώρα τι; Εγώ είχα εγκαταστήσει σαν σταθμό στο θολωμένο μου μυαλό τον Σεπτέμβριο, πάμε για Απρίλιο; Μιλάμε για όλο το 2021; Μου ήρθε λιποθυμιά! Εν τω μεταξύ ο ιός εγκαταστάθηκε στο Ασβεστοχώρι, δύο βήματα από το σπίτι μου, κανένα βήμα από την κλινική μου τη Β΄ Πνευμονολογική του Παπανικολάου, όπου μεταφέρθηκαν οι νοσήσαντες. Και άρα όλα τα σταθερά πράγματα που έκανα αναβάλλονται και πάλι γιατί θα δέχονται μόνο τα επείγοντα και εγώ πρέπει να προσέξω να μη γίνω επείγον. Και δηλαδή τι άλλο να κόψω άμα εσείς δεν κόψετε κάτι; Και αυτοί οι καημένοι που πρέπει να δουλέψουν για να επιβιώσουν οι οικογένειές τους και έχουν να αντιμετωπίσουν ηλίθιους που συγκρίνουν σαν ανάγκες το σεξοπάρτι με την επιβίωση; Ασφυκτικό περιβάλλον η αδιαφορία και μέσα σε αυτό ανθεί η κατάθλιψη. Σας φιλώ, να προσέχετε, σας χρειάζομαι!

17 Αυγούστου (β΄)

Είναι τόσο προσβλητικές όλες αυτές οι συζητήσεις περί νέων και γέρων και ευπαθών ομάδων. Χρειάζεται μεγάλη κομψότητα για να κάνετε μία τέτοια κουβέντα — και δεν την έχετε. Υπάρχει και η επιλογή της σιωπής. Εγώ εκ μέρους των ευπαθών ατόμων προσβάλλομαι, και όταν προσβάλλομαι απομονώνομαι, και όταν απομονώνομαι καταθλίβομαι βαθιά, και όταν καταθλίβομαι βαθιά το μόνο που σκέφτομαι και λαχταρώ είναι τον θάνατο. Και να σας πω ένα μυστικό ακόμη; Οι καταθλιπτικοί με αυτοκτονική τάση, που αυτή θεωρείται μία επιθετική πράξη —κακή ερμηνεία για εμένα και θα σας το εξηγήσω άλλη φορά, τώρα άλλο προέχει—, έχουν ένα δίλημμα να αντιμετωπίσουν που τους σώζει τη ζωή: δεν θέλουν να ενοχοποιήσουν τους αγαπημένους τους. Γιατί μπορεί να είμαστε θυμωμένοι με κάποιους, αλλά αγαπάμε και πολύ κάποιους άλλους. Τώρα λοιπόν μας το κάνετε πολύ εύκολο, πάρα πολύ εύκολο. Πάμε σε ένα γάμο και εμείς, πόδια έχουμε, ή σε ένα πάρτι ή όπου μαζεύεστε τέλος πάντων, κατεβάζουμε πέντε ουισκάκια να πάμε και χαρούμενοι, και πάπαλααα! Τόσο εύκολο και με το κεφάλι ψηλά — και θα φταίτε κιόλας γιατί θα αφήσουμε και σημείωμα. Απειλητικό; Αισχρό; Άκομψο και κακό; Δεν είναι τίποτα μπροστά στα χιλιάδες που διαβάζουμε κάθε μέρα για εμάς που σας στερούμε τη ζωή. Σας φιλώ και να προσέχετε, σας χρειάζομαι, σφίγγουν τα πράγματα!

18 Αυγούστου (α΄)

Παρατηρώ πως η τελευταία ανάρτησή μου που αναφέρεται στην αυτοχειρία σας σόκαρε. Λυπάμαι! Δεν θα έφτανα μέχρις εκεί αν δεν ήμουν τόσο θυμωμένη. Και θύμωσα γιατί δικοί μου άνθρωποι θεώρησαν τους εαυτούς τους τελειωμένους. “Πάει, αυτό ήταν, δεν θα αντέξουμε άλλο, εμείς τελειώσαμε”: αυτό με πλήγωσε πιο πολύ από το να το ένιωθα εγώ, που το ένιωσα χίλιες φορές, αλλά εγώ αντέχω, είμαι αγριολούλουδο, γίνομαι αγριολούλουδο για αυτούς που αγαπώ. Παρ’ όλα αυτά θα ήθελα πολύ να μάθω γιατί σας σόκαρε τόσο πολύ; Από τι θεωρούσατε ότι πεθαίνουν οι καταθλιπτικοί, από την καρδιά τους; Οι καταθλιπτικοί σκοτώνουν τον εαυτό τους και άμα αφήνουν σημείωμα είναι γιατί είναι βέβαιοι για την επιτυχία τους αυτή τη φορά και θέλουν να πουν ένα αντίο. Δεν είναι καθόλου εύκολο να τα καταφέρεις. Η επιθυμία για ζωή είναι η πιο μεγάλη αντίσταση στην επιθυμία για τον θάνατο. Και τώρα εγώ μιλάω γενικά, αλλά επί της ουσίας δεν μιλάω καθόλου γενικά, προσπαθώ να γίνω ήπια, ευγενική προς αυτούς που πλήγωσα. Μακάρι να τα κατάφερα κι ας είμαι σχεδόν σίγουρη πως δεν τα κατάφερα. Έχει μεγάλη αξία όμως να αφήσετε αυτό το ταμπού πίσω σας και να ακούσετε. Να αφήσετε τα γλυκόλογα και να δείτε κατάματα μία αρρώστια που, άμα δεν την αντιμετωπίσετε με ψυχίατρο, ψυχιατρείο, Δαφνί, Λεμπέτι και όλα αυτά, θα την αντιμετωπίσετε στο νεκροταφείο πάνω από τον αγαπημένο σας. Πιστέψτε με, δεν είμαι σκληρή, πονάω πιο πολύ από εσάς που με ακούτε, δεν υπάρχει άλλος δρόμος όμως! Σας φιλώ και σας αγαπώ και σας ευχαριστώ που με ακούτε κι ας μην αφήνετε το σημαδάκι σας!

18 Αυγούστου (β΄)

Είδα ένα όνειρο και πετάχτηκα στο κρεβάτι. Η ώρα ήταν τέσσερις. Από τότε μέχρι τις εννιά που σηκώθηκα, στραμμένη στην ακακία το σκεφτόμουν. Θα ξεκινούσα με αυτό σήμερα, αλλά είδα πόσο σάς σόκαρε η αυτοχειρία και λοξοδρόμησα. Χιόνιζε λοιπόν ελαφρά και ο άντρας μου έστειλε έναν φίλο να με πάρει από το γραφείο και να με φέρει πίσω στο σπίτι, στον Χορτιάτη. Στο Πανόραμα ο φίλος σταμάτησε και μου λέει: “Είναι κοντά τώρα να πας με τα πόδια”. “Κοντά;” λέω εγώ και ξεκίνησα να περπατώ μέσα στον κόσμο και τα φώτα. Πέρασα όλα τα καφέ, έφτασα και στο αστυνομικό τμήμα, προσπέρασα δύο αστυνομικούς που κάπνιζαν και λίγο πιο πέρα το απόλυτο σκοτάδι. Έπρεπε να χωθώ στο σκοτάδι για να πάω σπίτι. Δεν ήθελα, στράφηκα αμέσως στο φως, “Έπρεπε αμέσως να πάρω ταξί”, σκέφτηκα, “κακώς περπάτησα, πολύ κακώς”, και σταματάω το πρώτο που περνάει με κατεύθυνση την πόλη. “Στον Χορτιάτη”, του λέω και μπαίνω. Πήρε και άλλους τρεις εν τω μεταξύ. Ξαφνικά κοιτάζω και είμαστε στα φανάρια της Παπαναστασίου, απέναντι από το σχολείο μου, δύο βήματα από το πατρικό μου, εκατό βήματα από το γραφείο μου, και λέω: «Μα, κύριε, εγώ πηγαίνω στον Χορτιάτη και είμαι και η πρώτη που πήρα το ταξί, πού πάτε;» Εδώ να διευκρινίσω, για τους μη Θεσσαλονικείς, ότι τα δύο σημεία είναι περίπου μισή ώρα διαδρομή με το ταξί. Η βασιλική οδός προς το υποσυνείδητο άνοιξε πάλι διάπλατα… Άντε να δούμε τι θα δούμε και τι δεν θέλουμε να δούμε! Και δεν έχω καμία μα καμία όρεξη για ανασκαφές, το μόνο που θέλω είναι να είμαι λειτουργική ξανά και λίγο πιο κοινωνική. Λίγο! Να πατήσω στα πόδια μου για να αντιμετωπίσω τη φουρτούνα που έρχεται. Σας φιλώ και σας χρειάζομαι, να είστε ασφαλείς, όλα τα άλλα θα τα φτιάξουμε. ! ΥΓ. Γύρισε και ο ψυχίατρός μου! Βαθύς αναστεναγμός, τα κατάφερα! Κανονικά οι ψυχίατροι δεν επιτρέπεται να πηγαίνουν διακοπές και μάλιστα τον Αύγουστο! Πρέπει να τους κλειδώσουμε μαζί με τους ασθενείς τους κάπου… Θα το σκεφτώ!

19 Αυγούστου (α΄)

Το δούναι και λαβείν είναι μία τεράστια κατάκτηση, απολαυστική και χορταστική και στα δύο μέρη. Δεν αναφέρομαι στην ερμηνεία της ως δοσοληψία, που με ενοχλεί μέχρι αηδίας και με κάνει να αισθάνομαι σαν να μου κλέβουν την ουσία της ύπαρξής μου. Αυτό είναι ένα δικό μου κάτι και ξαφνικά έρχονται και το κάνουν άλλο. Σαν το τζιβαέρι που μας τραγουδούσε η γιαγιά μου η Ευθαλία με μία φωνή γλυκιά σαν του αηδονιού και εμείς σιγοτραγουδούσαμε και μαθαίναμε τα λόγια: Σου στέλνω μήλο σέπεται. κυδώνι μαραγκιάζει… Αχχχ. ανάθεμά σε ξενιτιά που πήρες το παιδάκι μου και το ’κανες δικό σου… και έρχεται η Βάνα Μπάρμπα και το κάνει σίριαλ και γίνεται πρώτη μούρη το τραγούδι μας και το τραγουδούν όλα τα σκυλάδικα και όλοι οι νεοφώτιστοι ακαπέλα για να δείξουν τι; Μου ράγισαν την καρδιά. Μου έκλεψαν το τραγούδι μας. Έτσι και με το δούναι και λαβείν, το κάτι, το δικό μου το κάτι, το κάνουν άλλο, το δικό τους το άλλο. Το δικό μου οι περισσότεροι, αν όχι όλοι, το ονόμαζαν αφέλεια και εμένα αφελή. Με πείραζε, ήταν σαν να με έλεγαν χαζή, κάποιες φορές το περιόριζα στα όρια του αόρατου γιατί δεν ήθελα να με βλέπουν και να γελούν, και αυτό μου κόστιζε ενέργεια και απόλαυση. Από την άλλη, όλοι με αποκαλούσαν πολύ έξυπνη και αναρωτιόμουν πώς γίνεται να είσαι για αυτούς και έξυπνη και αφελής. Κάτι από τα δύο δεν ήμουν. Έτσι και αλλιώς όταν κάτι βρίσκεται στον πυρήνα σου δεν μπορείς να το εξορίσεις. Ήταν αυτό που μου φύτεψε η μαμά μου μέσα στη μήτρα της, για αυτό και τρύπωσε βαθιά και ήταν το κάτι μου. Και κάθε φορά που απολάμβανα το “δούναι”, με λαχτάρα περίμενα το “λαβείν”. Κι ερχόταν το “λαβείν”, αλλά… αλλά αυτό είναι και το πιο δύσκολο μέρος της πράξης για να ολοκληρωθεί. Δεν αντιλαμβανόμαστε εύκολα το “λαβείν”, δεν το βλέπουμε, γιατί του καθενός και το “δούναι” και το “λαβείν” έχει τον τρόπο του. Η σύμπτωση είναι καλύτερη και από τον έρωτα. Και εγώ αυτό το έχω ζήσει: το έζησα και τις δύο φορές που βρέθηκα στον πάτο του πηγαδιού. ΝΑΙ, είμαι πολύ τυχερή γυναίκα εγώ τελικά, και πολύ πλούσια! Σας φιλώ και σας αγαπώ! ΥΓ. Σήμερα έπρεπε να πω μία καλημέρα μόλις ξυπνήσω. Έκανα δύο ώρες για να το κάνω, αλλά το έκανα!

19 Αυγούστου (β΄)

Όσο μπόρεσα έφερ’ αντίσταση σ’ αυτό το ποτάμι / όταν είχε νερό πολύ, να μη με πάρει, / κι όσο ήταν δυνατόν φαντάστηκα νερό / στα ξεροπόταμα και παρασύρθηκα”. Κ. Δημουλά. — Και τώρα πάλι παρασύρθηκα… παρασύρθηκα από τη χαρά που ήρθε και με ακούμπησε και ήταν για τόσο λίγο, ούτε καταραμένη να ήμουν. Δεν πρέπει να ξεχνώ να κρατώ το μέτρο, αλλά όταν είσαι τόσο πεινασμένη για χαρά γίνεσαι λαίμαργη, σαν μωρό. Και εγώ αυτό δεν έχω δικαίωμα να το κάνω, γιατί όταν επιστρέφει η θλίψη είναι τόσο έντονη η εναλλαγή που πονάς παντού, ακόμη και τα δάχτυλα που χτυπούν τα πλήκτρα πονούν. Γιατί να μην έχω εγώ το ίδιο δικαίωμα με τους άλλους; Γιατί εγώ πρέπει να ελέγχω την ένταση των συναισθημάτων μου; Εμένα δεν μου αρέσει ο έλεγχος, δεν μου αρέσει να ελέγχομαι και να ελέγχω, θέλω να είμαι ελεύθερη, αυθόρμητη, να ζω τις στιγμές μου, να αποθηκεύω τις όμορφες, να διαγράφω τις κακές, θέλω να μπορώ να γεύομαι ξανά τις χαρές χωρίς τον φόβο του πεπερασμένου, γιατί αυτό είναι η ζωή. Δυσκολεύομαι πολύ να ξεκινήσω. Άμα το κάνω θα νιώσω χαρά, αλλά άμα δεν το κάνω θα νιώσω αυτήν τη λύπη που νιώθω τώρα. Αισθάνομαι βιδωμένη, το ίδιο το μυαλό μου με ακινητοποιεί. Πώς του επέτρεψα να έχει τόση εξουσία επάνω μου; Πώς τα κατάφερε και με έπεισε πως έχει νερό ο ξεροπόταμος; Σας φιλώ και σας ευχαριστώ που κάνετε τόση υπομονή μαζί μου!

20 Αυγούστου (α΄)

Η νύχτα προβλέπεται δύσκολη! Είχα δίκαιο που δεν τον ήθελα τον Αύγουστο, σκληρός μήνας, σκληρότερος από τον Απρίλιο! Σήμερα δέχτηκα ένα χτύπημα ανήθικο από την Πολιτεία, μία δικαστική απόφαση, πεμπτουσία του αμοραλισμού, που καταλήγει ως εξής: “Δηλαδή καίτοι διαθέτουν για πολλά έτη υψηλότατα εισοδήματα αναλαμβάνουν δανειακές υποχρεώσεις (2006) χωρίς ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΗ αύξηση της ακίνητης περιουσίας τους (πέραν της αγοράς της κύριας κατοικίας από τον δεύτερο) ΚΑΙ ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΑΠΟΤΑΜΙΕΥΟΥΝ ΤΑ ΥΨΗΛΟΤΑΤΑ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΑ, με αποτέλεσμα από την αρχή της κρίσης (2014) να περιέλθουν σε κατάσταση αδυναμίας αποπληρωμής. Κατά ακολουθία των ανωτέρω η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί για αμφότερους τους αιτούντες…” Από όλες τις 25 σελίδες αυτό με πλήγωσε βαθιά για μία ακόμη φορά, αλλά υπόσχομαι πως θα είναι και η τελευταία. Δεν γνώριζα ότι όταν ασκείς ελεύθερο επάγγελμα και επενδύεις αντί να αποταμιεύεις και μάλιστα αν και ο σύζυγός σου κάνει το ίδιο (έπρεπε να παντρευτώ δημόσιο υπάλληλο) ΤΟΤΕ στη μία και μοναδική φορά που ζητάς την προστασία του νόμου για να ρυθμίσεις τα χρέη σου, που δεν θα τα είχες αν δεν πτώχευε το κράτος, στο οποίο ως ηλίθιος ακούμπαγες ετησίως καμιά 60.000 φόρους και πολλές φορές και περισσότερα και άλλα τόσα σε εισφορές σε ταμεία ασφάλισης και σε μισθούς και δώρα, με οικειοθελή εκποίηση της ακίνητης περιουσίας σου, γιατί είσαι και χοντρομαλάκας και δεν δέχεσαι να χρωστάς και να ζητιανεύεις για το σπίτι σου, ΤΟΤΕ ΛΟΙΠΟΝ τρως την απόρριψή σου και δεν πάει να έχεις και αναπηρία 80%. Δεν το ήξερα, ότι δεν είχα αυτό το δικαίωμα. Ευπαθείς ομάδες και τρίχες κατσαρές. Κατάθλιψη και ακόμη πιο κατσαρές. Δεν είμαστε όλοι το ίδιο, κάποιοι στην κρίση χάσαμε και τα αυγά και τα πασχάλια και καλά να πάθουμε, μας λέει η Πατρίς, ποιος θα τα έχανε, το φτωχαδάκι που δεν έκοψε στη ζωή του τιμολόγιο πριν τις 31/12 του φορολογητέου έτους, συγκεντρωτικό, σύμφωνα με τις οδηγίες του λογιστή, τόσο όσο να μην πληρώνει ούτε φόρο, ούτε ΦΠΑ; Δεν είναι ακριβώς θυμός αυτός, είναι ατσάλι που με σκέπασε ολόκληρη. Μου έκλεψε και τον λιγοστό αέρα που έπαιρνα. Δεν ξέρω πώς ακριβώς θα το διαχειριστώ, ελπίζω με το κουράγιο και την αξιοπρέπεια που μου έμαθαν στο σπίτι μου και το κεφάλι ψηλά. Έχω μεγάλη δουλειά μπροστά μου το επόμενο δεκάμηνο, θα την τελειώσω πιστεύω, γιατί ΠΟΤΕ δεν επέτρεψα, και σε σκληρότερες αδικίες που έχω υποστεί, να κατεβάσω το κεφάλι. Ίσως αυτός να είναι και ο λόγος που πολλοί προσπάθησαν να μου το κόψουν κιόλας. Τώρα μετά, στη νηνεμία, δεν ξέρω τι θα έχει απομείνει από εμένα. Ίσως καταλάβατε γιατί θρηνούσα την ακακία μου. Το γιατί τη φύτεψα είναι μία άλλη ιστορία. Σας φιλώ και σας ευχαριστώ που με ακούτε! Δεν ξέρω αν αυτή θα είναι η τελευταία φορά που σας γράφω, δεν ξέρω, αυτή τη στιγμή δεν ξέρω. Ή μάλλον ξέρω, δεν θα είναι!

20 Αυγούστου (β΄)

Είμαι καλά! Μην ανησυχείτε! Είμαι πιο καλά από όσο θα ήθελαν κάποιοι. Δυσκολεύομαι μόνο να καταπιώ γιατί συνοδεία μίας απόφασης δεν πάει η ευγένεια και ο τύπος αλλά η κακεντρέχεια και η υπαλληλική αδιαφορία. Το αίσθημα του δικαίου το μαθαίνεις μέχρι τα έξι, μετά βράσ’ τα, Χαράλαμπε! Αλλά αυτό πάει πια, πέρασε, είναι χθεσινό. Τώρα να δούμε τα δικά μας, πώς δηλαδή μία γυναίκα 59 χρόνων, με συνοδά χρόνια νοσήματα όπως αναφέρουν στις ειδήσεις πλάι στην είδηση του θανάτου ή της νοσηλείας κάποιου (έτσι γιατί μπορούν και θέλουν να υπογραμμίσουν τη μικρή αξία της συγκεκριμένης ζωής), τα οποία την καθιστούν ανάπηρη κατά 80%, με βούλα κρατική επί 6 συνεχή έτη (κανονικά θα ήταν 9, αλλά δεν της πέρασε από το μυαλό να κάνει χρήση του δικαιώματος, προσδοκούσε να δουλέψει, χαχαχά), που περνάει ένα βαρύ καταθλιπτικό επεισόδιο, ΠΩΣ λοιπόν αυτή η γυναίκα θα αντιμετωπίσει την επερχόμενη φουρτούνα; Ευκολάκι! Με το κεφάλι ψηλά. Και το να χάνεις το μαθαίνεις μέχρι τα έξι! Εμείς τα καταθλιπτικά κορίτσια, με τα σβησμένα μάτια, έχουμε τόσο συνηθίσει στην κακοποίηση, που δεν μας κλονίζει, μας κάνει πιο ευρηματικές. Γιατί το είπαμε και άλλη φορά: το αίσθημα της αυτοσυντήρησης είναι πιο ισχυρό από αυτό της αυτοκαταστροφής. Και έτσι όπως το άλιεν μας καταπίνει από μέσα, εμείς το ζουπάμε σαν σπυρί και βγαίνει έξω και λίγο-λίγο χύνεται. Κάποιες φορές εκτοξεύεται κιόλας στους κακούς. Εκεί είναι όλη η απόλαυση, να τους βλέπεις έντρομους να τρέχουν να κρυφτούν. Κι όσο αυτοί τρέχουν, εγώ έχω ήδη αρχίσει να κάνω σχέδια για το χιλιάρικο που θα μου περισσεύει από τον ΕΝΦΙΑ που δεν θα πληρώνω. Δεν υπάρχει άλλη μέθοδος επιβίωσης, ψάχνεις να βρεις το ελάχιστο καλό που προκύπτει από όλη αυτή την καταστροφή. Έτσι επιβίωσα ίσως και από τα έξι! Σήμερα σας φιλώ πιο δυνατά γιατί σας στεναχώρησα και γιατί σας έχω μεγάλη ανάγκη (συμφεροντολόγα, λέμε!) το προσεχές διάστημα. Την ακακία πριν φύγω λέτε να την κόψω;

20 Αυγούστου (γ΄)

Σήμερα θα ακολουθήσω τη μέθοδο της αγρανάπαυσης. Το επιβάλλουν οι έκτακτες περιστάσεις. Άλλο τώρα που είμαι σε παύση διαρκείας 4 μηνών περίπου, με ελάχιστες φωτεινές αναλαμπές διάρκειας μίας ή το πολύ δύο ημερών. Όμως η παύση διαρκείας που σου επιβάλλει το θολωμένο μυαλό είναι κάτι πολύ διαφορετικό από την αγρανάπαυση. Η αγρανάπαυση που λέτε είναι η τεχνική της ΣΚΟΠΙΜΗΣ διακοπής της καλλιέργειας ενός αγρού επί ένα χρονικό διάστημα, ώστε να ανακτήσει την παραγωγική του δύναμη. Ο αγρός. Δηλαδή είναι μία θετική πράξη σε αντίθεση με την παύση διαρκείας ή αλλιώς κουκούλωμα κάτω από το πάπλωμα ή κάρφωμα μπροστά στην οθόνη που είναι το σύμπτωμα μιας ασθένειας — ω, ναι, της γνωστής σε όλους μας κατάθλιψης. Μπορεί το τελικό αποτέλεσμα να μοιάζει ίδιο, όμως και μόνο η χρήση μιας θετικής λέξης για να περιγράψεις ένα αμφισβητούμενο αποτέλεσμα κάνει τη διαφορά. (Μήπως είναι ένα ακόμη τρικ, Ευθαλίτσα που γλιστράς σαν χέλι;…) Άλλωστε, έβγαλα τα σεντόνια και τις μαξιλαροθήκες καθώς και τις πετσέτες και τα πέταξα στη στοίβα με τα άπλυτα που χάσκουν μία εβδομάδα δίπλα στο κρεβάτι μου. Στο επόμενο βήμα θα τα ανεβάσω στο πλυσταριό και ίσως τα χώσω και στο πλυντήριο. Θα σας ενημερώσω, φιλάκια! ΥΓ. Δεν είμαι αγρός, άνθρωπος είμαι· εξ ου και παρεκκλίνω των οδηγιών.

20 Αυγούστου (δ΄)

Τελικά, λάθος μέθοδο επέλεξα! Έπρεπε να αφήσω και τη θλίψη και τον θυμό να κάνουν τη δουλειά τους. Είναι πολύ φυσιολογικό να είσαι θλιμμένος, το να γελάς είναι αφύσικο! Δεν χρειάζονται εγωισμοί: ψυχραιμία χρειάζεται και χρόνος! Και τελικά, εντάξει δεν είμαι καθόλου καλά, είμαι σκατά, είμαι πληγωμένη, αδικημένη και θλιμμένη πολύ! Σας ευχαριστώ που μου κρατάτε το χέρι!

21 Αυγούστου (α΄)

Είδα σε μία ανάρτηση ένα έργο ζωγραφικής, μία αμερικάνικη βεράντα με δύο ψάθινες καρέκλες σε μία απεραντοσύνη, και από τότε σκέφτομαι τον Τένεσι Ουίλιαμς. Μάλλον την Μπλανς σκέφτομαι στην τελευταία σκηνή που λέει ήρεμη, “Πάντα βασιζόμουν στην καλοσύνη των ξένων”. Τι έγραψε αυτός ο άνθρωπος... Πάω να τον βρω στη βιβλιοθήκη... Ουπς, ξέχασα, δεν μπορώ να συγκεντρωθώ και να διαβάσω! Ακόμη! Σας φιλώ, εσείς είστε για εμένα η δική μου καλοσύνη των ξένων.

21 Αυγούστου (β΄)

Η “Είμαι σαν να με πάτησε ένα τρένο” πόσο γελοία υπερβολική και άνευ ουσίας έκφραση μπορεί να είναι; Θαρρείς και επέζησε κανείς από πάτημα τρένου για να μας το περιγράψει. Και όμως αυτή η γελοιότητα ήταν η πρώτη που σκέφτηκα όταν άνοιξα τα μάτια μου. Με την προσθήκη ενός μάλιστα και την αφαίρεση του είμαι, είπα: Μάλιστα, σαν να με πάτησε το τρένο, από εκείνα τα τζαπανίζ που πάνε σαν σφαίρες γιατί και η φαντασία μου είναι πλούσια. Πάντως ανοίξαμε και σήμερα τα μάτια και κάπως σηκωθήκαμε και από το κρεβάτι, αφού είμαι εδώ και σας μιλώ, και με τον ίδιο τρόπο θα συνεχίσουμε την ανάβαση μέχρι να φτάσουμε στην Ανάσταση, γιατί όπως μου είπε και ο αδελφός μου: “Συνηθίζεται μετά τη Σταύρωση να έρχεται η Ανάσταση, αδελφή”. Εγώ: “Οκέι, αλλά μήπως να κάνει λίγο πιο γρήγορα, γίνεται;” Εκείνος: “ΟΧΙ! Μην κάνεις σαν κακομαθημένο!” Εγώ: “Καλά!” Αγαπημένη καλοσύνη των ξένων, πόσο όμορφη είσαι σήμερα, σε φιλώ!

21 Αυγούστου (γ΄)

Οι άνθρωποι λέμε ψέματα για να παρηγορήσουμε ο ένας τον άλλο ή μισές αλήθειες, π.χ.: “Θα περάσει κι αυτό”, χωρίς να προσθέσουμε ότι θα έρθει και άλλο και θα περάσει και το άλλο και το άλλο, και πάει λέγοντας η ζωή με μισές αλήθειες. Λέμε κάθε φορά τόση αλήθεια όση μπορεί να αντέξει ο άλλος, εκτός κι αν είμαστε κτήνη, αλλά τώρα μιλάμε για ανθρώπους, για καλούς ανθρώπους. Τώρα όμως εγώ αυτό που επιθυμώ είναι να ακούσω όλη την αλήθεια μια και έξω, να πάρω όλο τον πόνο μονομιάς και να τελειώνει το μαρτύριο της σταγόνας. Δυσκολεύομαι να πείσω με την εικόνα μου ότι αντέχω τη διαδικασία. Και δίκιο έχουν οι άνθρωποι, αλλά εγώ τώρα σάς λέω αυτό που θέλω. Σάμπως θα το κάνει κανείς; Σας φιλώ! Πάλι!

22 Αυγούστου (α΄)

Νομίζω πως τώρα που έγινα στάχτη ίσως να ήρθε και η ώρα να αναγεννηθώ. Σαν τον φοίνικα! Το έχω κάνει τόσες φορές, είναι οικογενειακό μας χόμπι! Δραστήριοι και πολυπράγμονες, τρώμε συχνά-πυκνά χώμα. Θα χαίρονταν και η μαμά μου, σε τρεις μέρες είναι η επέτειος του αποχωρισμού. Πέρασαν κιόλας οκτώ χρόνια! Σήμερα βρίσκεται πλυμένη και καθαρή στο οστεοφυλάκιο, δωμάτιο 17, θυρίδα 39. Πιστεύω πως θα της άρεσε να σκέφτεται ότι τα παιδιά της την έχουν φυλαγμένη και τη σκέφτονται. Λάτρευε τα εθιμοτυπικά, αρκεί να είχαν και συναισθηματικό αντίκρισμα· δεν ήταν ψεύτικη. Εγώ δεν έκανα και τίποτα, ευτυχώς τα αδέλφια μου είχαν πιο πολύ μυαλό από εμένα. Πολύ τούς ευχαριστώ σήμερα. Αν ζούσε, σίγουρα θα έβρισκε έναν τρόπο να με στηρίξει, κάπως πάντα τα κατάφερνε, τη μισή μας ζωή να με κάνει έξαλλη και την άλλη μισή να με στηρίζει σαν βράχος. Με γήτευε. Στην αρχή είπα με δάκρυα πως καλύτερα που δεν ζει να δει και αυτή τη στεναχώρια, αλλά μετά το σκέφτηκα καλύτερα και χαμογέλασα. Θα ήταν πολύ χαρούμενη που τα παιδιά της είναι μαζί και αγαπημένα και έχουν κάνει και τόσο υπέροχα παιδιά τα ίδια. Όλα τα άλλα είτε διορθώνονται, είτε είναι ασήμαντα! Καλό σας ξημέρωμα! Δεν ξέρω τι θα έκανα χωρίς όλους εσάς!

22 Αυγούστου (β΄)

Το πρώτο βήμα προς το φως είναι η παραδοχή ότι είσαι στο σκοτάδι. Σέρνεσαι και αντιλαμβάνεσαι πως χρειάζεσαι μια κάποια βοήθεια για να κάνεις το πρώτο ανασήκωμα, το ξεκόλλημα σαν να είσαι ρόδα κολλημένη στην πηχτή, πηχτή λάσπη. Όμως η ντροπή και ο φόβος για το γύρισμα του κεφαλιού προς τα αλλού σε σταματάει. Ώσπου μία μέρα, που το νιώθεις πως δεν υπάρχει γυρισμός, νιώθεις πως έφτασες στο “ή ταν ή επί τας”, βγαίνεις δημόσια και το φωνάζεις. Και αυτό δεν είναι δύναμη, το ξαναείπα, είναι το ισοδύναμο της απελπισίας, γιατί εν τω μεταξύ το μισό σου κεφάλι έχει επίγνωση ότι πρέπει να σταθείς στα πόδια σου για να επιβιώσεις. Σήμερα ξεκίνησα νέα μέθοδο. Ξύπνημα θολωμένο —γιατί ο ύπνος με χάπια δεν έχει καμία σχέση με τον ύπνο χωρίς χάπια, αλλά όπως και να έχει είναι ύπνος και είναι καλύτερα από το ξύπνιος—, ανασήκωμα, τέρμα οι ακακίες και οι συσκέψεις, ταχεία όδευση προς το ντουζ, όπως μπορώ, σε όσο χρόνο μπορώ, ακόμη και με τα ρούχα θα μπω. Μπήκα! Όλα τα άλλα είναι λεπτομέρειες. Το ΝΕΡΟ, αχ αυτό το νερό, απόλαυση να είσαι ακίνητος κάτω από το νερό και να σκέφτεσαι, γιατί αυτό δεν το κατάφερες ακόμη, να σταματήσεις να σκέφτεσαι. Κάθε πρωί και κάθε βράδυ κάτω από το νερό, για όσο θέλω, θα το απολαμβάνω! Σας φιλώ και να προσέχετε, χρειαζόμαστε ο ένας τον άλλο!

23 Αυγούστου (α΄)

Τώρα τελευταία παρατηρώ πως η θλίψη κυλάει στις ώρες προς τα κάτω. Τα πρωινά είναι πάντα ίδια, αυτή η βλάβη είναι μάλλον ανήκεστη και όπως όλες τις ανήκεστες τις συνηθίζεις και ζεις μαζί τους μια χαρά. Τα μεσημέρια όμως έπαψαν να είναι τρομερά, σαν να είναι καλά πια, και κάπως δυσκολεύουν τα απογεύματα πια, γύρω στις έξι με εφτά, χωρίς να είναι τρομερά πάντα, μόνο κάποιες φορές. Ίσως να με δουλεύει, να παίζει παιχνίδια, το συνηθίζει γιατί είναι η μεγαλύτερη ρουφιάνα που έχω γνωρίσει στη ζωή μου. Ή, η καλύτερη εκδοχή, η θεραπευτική αγωγή όπως τροποποιήθηκε να άρχισε να κάνει τη δουλειά της. Αυτό μάλλον έπρεπε να το πω στον γιατρό, αλλά δεν πειράζει, η λογοκρισία και η κατάθλιψη ήταν από πάντα εχθροί στην ουσία, και στην πράξη οι μεγαλύτεροι σύμμαχοι εναντίον της ψυχής! Σας φιλώ, να φοράτε τη μάσκα σας κι όταν τη φοράτε να με σκέφτεστε όπως σας σκέφτομαι και εγώ όλη την ώρα!

23 Αυγούστου (β΄)

Θα σας περιγράψω, ή μάλλον θα προσπαθήσω να σας περιγράψω μία μεγάλη δυσκολία στα βήματα προς το φως που αντιμετωπίζω, ας πούμε εγώ, αν και νομίζω πως μία γενίκευση εδώ δεν θα έβλαπτε. Με απασχολεί κάθε φορά που κάνω αυτό το πολυπόθητο βήμα, γιατί κάτι κάνω και μπερδεύω τους αποδέκτες. Ξεχνούν στην απόκριση ότι αυτό το βήμα είναι απλά ένα βήμα, δεν άνοιξε ένα μαγικό κουτί και, ουπς! εμφανίστηκα ξανά πίσω υγιής, και από τη χαρά τους, υποθέτω, συνεχίζουν με μία κανονικότητα που δεν είμαι σε θέση να παρακολουθήσω. Η απογοήτευση και των δύο μερών για διαφορετικούς λόγους είναι για εμένα σαν κλοτσιά στο στομάχι. Σκεπτόμενη αυτό, θυμήθηκα τα μαύρα ρούχα που φορούν όσοι έχουν πένθος. Τα έχω φορέσει κι εγώ. Τότε είχα συνειδητοποιήσει ότι οι άνθρωποι σε αντιμετωπίζουν με ηπιότητα και κατανόηση, χωρίς πολλές απαιτήσεις και κυρίως χωρίς σχόλια ή κριτική. “Είναι σε πένθος, δείξε κατανόηση”, γράφουν. Την είχα βρει τόσο τέλεια αυτή την πανοπλία, δεν ήθελα να την αποχωριστώ, επιτέλους ζούσα ήσυχη. Δυστυχώς στην κατάθλιψη δεν υπάρχει τίποτε που να μπορεί να σε προστατέψει, εκτός από την απομόνωση — που αυτή σε αρρωσταίνει συγχρόνως. Ποια θα μπορούσε να είναι η πανοπλία της; Κάποτε χρησιμοποίησα το αλκοόλ. Τεράστιο λάθος. Καμία ουσία δεν είναι πανοπλία. Σας φιλώ και να προσέχετε, όπως βλέπετε δεν είμαστε και τόσο πολλοί όσοι μιλάμε την ίδια γλώσσα!

Εικ.: Carole Robb: Women and Water (2006, λεπτ.). ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ]