Μήδεια και Αντιγόνη

L
Νίκος Ψαρρός

Μήδεια και Αντιγόνη

Τι κοινό έχουν η Μήδεια και η Αντιγόνη εκτός από το φύλο και το γεγονός ότι και οι δύο είναι πρόσωπα της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας; Εκ πρώτης όψεως τίποτα: Η πρώτη είναι μια φόνισσα —αδελφοκτόνος και παιδοκτόνος—, οδηγημένη από το πάθος· η δεύτερη μια αφοσιωμένη αδελφή που δέχεται να οδηγηθεί στον θάνατο στο όνομα της τήρησης των υποχρεώσεων των ζώντων απέναντι στους νεκρούς.

Όμως, αν κοιτάξουμε καλύτερα το πλαίσιο στο οποίο εκτυλίσσονται τα δράματα της ζωής τους, θα δούμε ότι οι πράξεις και των δυο είναι πράξεις ενάντια στο συμβατικό δίκαιο, το δίκαιο του κράτους. Και το κίνητρο είναι κοινό: Και οι δυο θεωρούν ότι οι δεσμεύσεις που απορρέουν από τις φυσικές τους σχέσεις με άλλους ανθρώπους έχουν προτεραιότητα απέναντι στις δεσμεύσεις του συμβατικού δικαίου — τους νόμους και τις αναγκαιότητες ενός πολιτικού θεσμού. Και αυτό τις φέρνει αντιμέτωπες με το συμβατικό, το πολιτικό δίκαιο: το δίκαιο που επιβάλλει διά της φυσικής βίας μια τάξη ανάμεσα στους ανθρώπους που πολλές φορές έρχεται σε οξεία αντίθεση με την τάξη που απορρέει από τις φυσικές τους υποχρεώσεις.

Ακολουθώντας τον Ιάσωνα, αφού τον βοήθησε να αποκτήσει το χρυσόμαλλο δέρας, η Μήδεια πρόδωσε τη θέση της στην Αυλή της Κολχίδας, τη θέση της δηλαδή σε αυτό που σήμερα θα ονομάζαμε «κρατική ιεραρχία», τη θέση που της έδινε το συμβατικό δίκαιο της πατρίδας της. Ο δεσμός της με τον Ιάσωνα δεν επικυρώθηκε από έναν εκπρόσωπο του συμβατικού νόμου, ο δεσμός τους βασίστηκε στον αμοιβαίο έρωτα και στον όρκο, δηλαδή στο φυσικό δίκαιο. Ο εγγυητής του όρκου και ο κριτής του παραβάτη του δεν είναι ο άνθρωπος αλλά οι θεοί. Όμως, ακολουθώντας τον Ιάσωνα, η Μήδεια δεν ξέφυγε από τα πλοκάμια του συμβατικού δικαίου. Ο Ιάσωνας για να αποκτήσει πολιτική εξουσία αναγκάστηκε να ακολουθήσει τις επιταγές του και να νυμφευθεί την κόρη ενός βασιλέα, θέτοντας τον όρκο που έδωσε μπροστά στους θεούς προς τη Μήδεια σε δεύτερη μοίρα. Η αντίδρασή της και οι συνέπειες είναι γνωστές. Ο καρπός της φυσικής τους σχέσης, τα παιδιά τους, θανατώνονται γιατί ούτως ή άλλως δεν είχαν δυνατότητα αναγνώρισης και αξιοπρεπούς ύπαρξης μπροστά στον συμβατικό νόμο.

Η σύγκρουση της Αντιγόνης με το συμβατικό δίκαιο έχει άλλη αιτία, αλλά η φύση της είναι η ίδια με τη φύση της σύγκρουσης της Μήδειας. Η σχέση της με τον αδελφό της απορρέει και αυτή από το φυσικό δίκαιο, που απαιτεί σεβασμό στους νεκρούς, ανεξάρτητα από την αιτία του θανάτου. Όμως ο Κρέων, ο βασιλέας, ο εκφραστής και εκτελεστής του συμβατικού δικαίου, θέτει την υποταγή στον νόμο της πόλης —τον νόμο του κράτους— επάνω από τον νόμο των θεών, τον νόμο που ισχύει στους ανθρώπους «φύσει». Από αυτό το αδιέξοδο υπάρχει μόνο μια λύση: να ακολουθήσει η Αντιγόνη τον νεκρό αδελφό της στην εξορία από τα όρια της πόλης και του κόσμου — στον δικό της τάφο. Όμως ο Κρέων δεν υπολόγισε ότι η δύναμη του φυσικού νόμου και η οργή των θεϊκών νομοθετών είναι πολύ πιο ισχυρή από τη δύναμη των όπλων του. Και στο τέλος ακόμα και η υποταγή του στον φυσικό νόμο και η άδειά του να ταφεί ο νεκρός Πολυνείκης δεν αρκούν για να αποτρέψουν τον ολοκληρωτική καταστροφή: ο Κρέων χάνει τη γυναίκα και τον γιο του και στο τέλος απεκδύεται και την εξουσία που του δίνει ο συμβατικός νόμος και αυτοεξορίζεται.

Η Μήδεια και η Αντιγόνη είναι δύο πτυχές της σύγκρουσης του φυσικού με το συμβατικό δίκαιο και αποτυπώνουν το μεγάλο πολιτικό και ηθικό δίλημμα του πρώιμου πολιτικού ανθρώπου. Ούτε ο Σοφοκλής ούτε ο Ευριπίδης μάς προσφέρουν μια λύση, αυτή θα έρθει από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη. Η —σε γενικές γραμμές— κοινή πρότασή τους, από τη μια μεριά, είναι να αναγνωρίσει το συμβατικό δίκαιο το ηθικό και υπαρξιακό πρωτείο του φυσικού δικαίου, και να αποδεχτεί από την άλλη μεριά το φυσικό δίκαιο τη διαμόρφωσή του από του συμβατικό.

Για τον Πλάτωνα το σημείο της απόλυτης επαφής των δύο δικαίων είναι η ταύτιση του ανθρώπου με τον πολίτη — αλλά μόνο εκεί. Οι ανθρώπινες σχέσεις μεταξύ των πολιτών πρέπει κατά τον Πλάτωνα να διέπονται εντελώς από το συμβατικό δίκαιο, με μοναδικό κριτήριο τη χρησιμότητά τους για την Πολιτεία. Οι κοινωνικές και διαπροσωπικές σχέσεις είναι κατά τον Πλάτωνα δυναμικές και εξελίξιμες. Ο Αριστοτέλης διαφωνεί: το συμβατικό δίκαιο πρέπει μόνο να σταθεροποιεί μια φυσική μορφή ανθρώπινης κοινωνικότητας, δίνοντας στο φυσικό δίκαιο τη δύναμη και την εξουσία του. Η θεώρηση του Αριστοτέλη είναι βαθιά συντηρητική.

Σήμερα προσπαθούμε να βρούμε τη λύση κάπου στη μέση ανάμεσα στην πλατωνική και την αριστοτελική λύση του προβλήματος. Αυτά που ονομάζουμε «Δυτικά» και φιλελεύθερα κράτη αναπτύσσουν το συμβατικό τους δίκαιο ακολουθώντας τις βασικές και πανανθρώπινες αρχές του φυσικού δικαίου, προσπαθώντας να εγκαθιδρύσουν μία κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα που τις υλοποιεί με τον καλύτερο τρόπο. Όμως η ύβρις της ιδέας της παντοδυναμίας του συμβατικού δικαίου, ο ασύδοτος Κρέων, μπορεί ανά πάσα στιγμή να προκαλέσει τη λυσσαλέα αντίδραση της Μήδειας ή της Αντιγόνης, του φυσικού δικαίου.

Το ότι και η φύση αντέδρασε λυσσαλέα απέναντι στην αλαζονεία μιας τεχνολογίας που νομίζει ότι μπορεί να την καθυποτάξει παίρνοντας εντελώς τυχαία το όνομα της ηρωίδας του Σοφοκλή ας το δούμε σαν οιωνό.

[ Εικ.: Μήδεια, Anselm Feuerbach (1870, λεπτ.) ]