Μια γυναίκα που αγάπησε πολύ

C
Γιώργος Κυριαζής

Μια γυναίκα που αγάπησε πολύ

Ποιητικά και στιχουργικά, ο 16ος αιώνας ακολουθεί εν μέρει τον δρόμο που χάραξαν οι τροβαδούροι ήδη από τον 12ο αιώνα: ύμνηση του έρωτα και αναγόρευσή του σε βασιλιά των αισθημάτων. Οι δημιουργοί τραγουδούν για τη χαρά που γεννά η εγγύτητα στο αντικείμενο του πόθου, αλλά και για την απέραντη θλίψη που προκαλεί η απομάκρυνση από αυτό. Πρόκειται για μια παράδοση που στην Ιταλία ωρίμασε με τον Πετράρχη, ο οποίος αποτέλεσε πρότυπο για πολλούς κατοπινούς ποιητές. Σε αυτό το ύφος έγραψε και η πρόωρα χαμένη Γκάσπαρα Στάμπα, στο πρώτο μισό του 16ου αιώνα, και μάλιστα με τόση ζέση ώστε σήμερα θεωρείται η σπουδαιότερη Ιταλίδα ποιήτρια, όχι μόνο της Αναγέννησης, αλλά και όλων των εποχών.

Στην ποίηση της Στάμπα, κεντρική θέση έχει ο αγαπημένος, ο άντρας, «κύριος» και «αφέντης» — εκφράσεις της εποχής που δεν αντικατοπτρίζουν κάποια σχέση εξουσίας ανάμεσα στα δύο φύλα έξω από αυτή που δημιουργείται στην πράξη από τον ίδιο τον έρωτα, μια που ανάλογες εκφράσεις συναντάμε και σε ποιήματα αντρών που απευθύνονται σε αγαπημένες γυναίκες. Και κυρίαρχη είναι η θλίψη, μια θλίψη που πατά γερά σε ποιητική παράδοση αιώνων, αλλά που έχει, παράλληλα, συνάφεια με την πραγματικότητα, μια που τα περισσότερα ποιήματά της η Στάμπα τα έγραψε όντας η ίδια βυθισμένη σε βαθιά θλίψη εξαιτίας του χωρισμού της με τον Κολαλτίνο. Αυτό, σε συνδυασμό με το ότι η Γκάσπαρα, με κλονισμένη την υγεία της, πέθανε μόλις τρία χρόνια μετά από αυτόν τον χωρισμό, έδωσε λαβή για να διαδοθεί πως η άτυχη ποιήτρια έσβησε από το μαράζι του έρωτα.

Η πραγματικότητα, για μια ακόμα φορά, διαφέρει, μια που η Γκάσπαρα έκανε νέα ερωτική σχέση μόλις ένα χρόνο μετά τον χωρισμό της και, αν δεν αρρώσταινε, φαίνεται πως θα συνέχιζε να γράφει ποιήματα, να παίζει λαούτο και να τραγουδάει μαδριγάλια, δικαιώνοντας έτσι τον Ράινερ Μαρία Ρίλκε, ο οποίος, τέσσερις αιώνες αργότερα, στην Πρώτη Ελεγεία του Ντουίνο, γράφει:

Άραγε την Γκάσπαρα Στάμπα

έχεις επαρκώς συλλογιστεί, ώστε κάθε κορίτσι

που το παράτησε ο εραστής το υψηλό πρότυπο

τούτης της ερωτευμένης να νιώσει: «Να γινόμουν κι εγώ σαν αυτήν»;

Δεν πρέπει επιτέλους για μας οι πανάρχαιες τούτες οδύνες

να γίνουν πιο γόνιμες; Δεν είναι καιρός, αγαπώντας

ν’ απαλλαγούμε απ’ τον αγαπημένο και ν’ αντέξουμε τρέμοντας:

όπως το βέλος αντέχει τη χορδή, ώστε συγκεντρωμένο στην εκτίναξη

να ξεπεράσει τον εαυτό του. Γιατί δεν είναι να μένει κανείς πουθενά.*

 

* Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου Gaspara Stampa, «Το σώμα μου όλο ή φωτιά ή πέτρα», μετάφραση Άννα Γρίβα, Εκδόσεις Κουκούτσι, 2015.