Λοιπόν, ποτέ δεν λέμε «λοιπόν»
Αυτό το σχόλιο που διαβάζετε σήμερα, δεν το γράφω εγώ. Δεν θα μπορούσα να το έχω γράψει εγώ. Ούτε και κανένας άλλος, άλλωστε. Πώς θα μπορούσε να προσθέσει κανείς κάτι στα όσα μας διηγείται ο… Σελ; Όχι, δεν τον έλεγαν Σελ. Σελ, ήταν απλώς η μάρκα της βενζίνης που αναγραφόταν στο μπουφάν του. Έτσι όμως τον αποκάλεσε εκείνη, η Βιβιάν, η Βασίλισσά του. Πώς να αρνιόταν το όνομα που διάλεξε εκείνη για τον ίδιο;
Ο Σελ. Ένα νεαρό παιδί που ζούσε μαζί με τους γονείς του στο βενζινάδικό τους κάπου στα πολύ βάθη της Προβηγκίας, στη μεγάλη κοιλάδα, εκεί όπου σπάνια σταματούσε κάποιο αυτοκίνητο για ανεφοδιασμό, προτιμώντας τα άλλα, τα πιο κοντινά στην πολιτεία με τις φτηνότερες τιμές.
Ο Σελ, λοιπόν… Όχι, όχι λοιπόν! Ποτέ δεν πρέπει να λέμε «λοιπόν», μας λέει ο ίδιος:
… ήταν το είδος της λέξης που προσκαλεί τα κακά νέα, το είχα μάθει από νωρίς. Λοιπόν, ο διευθυντής είπε ότι δεν γίνεται να συνεχίσεις το σχολείο. Λοιπόν, η γιαγιά σου σε αγαπάει πολύ, αλλά έφυγε. Λοιπόν, όχι, ο Άγιος Βασίλης δεν υπάρχει. Από τέτοια «λοιπόν» είχα μια λίστα από εδώ ώς απέναντι.
Ο Σελ (χωρίς λοιπόν), ή όπως και να είναι το πραγματικό όνομά του, αγαπούσε τη μεγάλη κοιλάδα τους. Αγαπούσε «τον κάμπο, το πρατήριο, το οροπέδιο, γιατί παρέμεναν πάντοτε απαράλλαχτα. Ακόμα κι όταν ο χειμώνας βασίλευε παντού, τα αναγνώριζες εύκολα, ήταν λες και είχαν μασκαρευτεί αλλά ήξερες ότι στο βάθος παρέμεναν ίδια». Μα μια μέρα αποφασίζει πως πρέπει να φύγει από το σπίτι. Πρέπει να φύγει πριν οι ηλικιωμένοι γονείς του τον στείλουν υποχρεωτικά στην αδελφή του στην πόλη. Αποφασίζει να φύγει, να πάει στον πόλεμο· αυτόν που είδε στην τηλεόραση· στον πόλεμο όπου τα παιδιά αποδεικνύουν πως έγιναν άντρες. Και φεύγει. Κι ας ήξερε πως κάποια πράγματα θα του έλειπαν. Όπως η τηλεόραση, που του άρεσε να την κοιτάζει ακόμα και σβηστή, γιατί ήταν εύκολο να τη γεμίζει με τις δικές του εικόνες.
Σ’ αυτά τα πανέμορφα δάση της Προβηγκίας, στο οροπέδιο μακριά απ’ το βενζινάδικο, θα γνωρίσουμε ένα ιδιαίτερο παιδί. Έναν πανέμορφο άνθρωπο που έπλασε στο σύντομο μυθιστόρημά του με τίτλο «Βασίλισσά μου» ο βραβευμένος συγγραφέας Jean Baptiste Andrea — θα το βρείτε στα ελληνικά σε εξαιρετική μετάφραση του Κώστα Κατσουλάρη από τις Εκδόσεις Στερέωμα. Ένα ιδιαίτερο, ευαίσθητο παιδί, που όλοι το ξέρουν για ηλίθιο. Ένα παιδί που η κοινωνία το έχει βάλει στο περιθώριο. Που έχει απορρίψει το πηγαίο του γέλιο. Τον έχουν απορρίψει γιατί ήταν διαφορετικός, γιατί σκεφτόταν αλλιώτικα· γιατί μέσα του «…πολλές φωνές μιλούσαν ταυτόχρονα, λέγοντας διαφορετικά πράγματα». Τον είχαν απορρίψει γιατί είχε αλλιώτικους κανόνες στο σκάκι. Γιατί «δεν κατάφερνα να κουνήσω ένα πιόνι χωρίς να ξέρω από πού ερχόταν, γιατί ήταν εκεί, και σε τι ήλπιζε αλλάζοντας τετράγωνο.» Τον απέρριπταν γιατί κάθε φορά που ήθελε να πει κάτι πελώριο, έβγαινε πάντοτε μια σταλιά.
Εκεί, στο πρώτο πρωινό μακριά από το σπίτι, θα γνωρίσει τη Βιβιάν.
Ήταν υπερβολικά λεπτή, τόσο λεπτή που νόμιζες πως θα μπορούσε να γλιστρήσει ανάμεσα σε δυο ριπές του ανέμου χωρίς να το πάρει κανείς είδηση. […] Όμως αυτό που μου χτύπησε ήταν τα μάτια της, κι όταν λέω μου χτύπησε, εννοώ ότι είχα πράγματι την αίσθηση ότι είχα δεχτεί ένα χτύπημα, γιατί έμοιαζαν θυμωμένα, αν και εγώ δεν είχα κάνει τίποτα.
Θα μπει ξαφνικά στη ζωή του με τα κατάμαυρά της μάτια που τον φόβιζαν λιγάκι, με τον ιδιόμορφο τρόπο της να κινείται, «λες και δεν ήθελε να ενοχλήσει τίποτα γύρω της, αλλά που τελικά τα αναστάτωνε όλα, έτσι που στο τέλος νόμιζες ότι είχες παρασυρθεί από χιονοστιβάδα».
Η Βιβιάν αναστάτωσε και τον ίδιο και θα ξεχάσει τον πόλεμο. Θα τη δεχτεί σαν τη Βασίλισσά του, γιατί η Βιβιάν έμοιαζε να γνωρίζει περισσότερα πράγματα από τον ίδιο· κι αν, αν, λέμε, κάτι τη φόβιζε, ίσως να υπήρχε κάποιος λόγος. Θα την αγαπήσει πολύ τη Βασίλισσά του, γιατί κι εκείνη δεν έδινε δεκάρα για τον χρόνο. Μαζί της δεν φοβόταν πια τίποτε. Ήταν ένα ευχάριστο αίσθημα που έκανε τη ζωή πιο εύκολη, κι ας ήταν πολύ περίπλοκο για να το εξηγήσει με λέξεις.
Εκεί, στο οροπέδιο, μακριά από το σπίτι, ήταν στιγμές που κάποια, πολλά πράγματα, του έλειπαν πολύ:
Οι γονείς μου μου έλειπαν, οι μεγάλες σιωπές του πρατηρίου όταν τρώγαμε, ο θόρυβος της τηλεόρασης, ο βακελίτης του τηλεφώνου, η μυρωδιά του γράσου, ακόμα και πράγματα που δεν μου άρεσαν, τώρα μου έλειπαν, η μυρουδιά του (W)C, ή η παράξενη αίσθηση που είχα όταν άγγιζα κάτι βαμβακερό.
Είχε όμως κερδίσει μια βασίλισσα, και περίμενε με τεράστια προσμονή κάθε πρωί τον ερχομό της. Ήξερε ότι γι’ αυτήν θα έκανε τα πάντα. Όχι επειδή της το είχε ορκιστεί, αλλά επειδή το ήθελε.
Και σκέφτηκα ότι ίσως αυτό σήμαινε να είσαι ήρωας: να κάνεις πράγματα που δεν είσαι υποχρεωμένος να κάνεις.
Όλα ήταν όμορφα στο οροπέδιο. Μέχρι που η Βιβιάν τού άφησε έξω από την πόρτα εκείνο το γράμμα. Με τον όμορφο πλαγιαστό γραφικό της χαρακτήρα που έτρεχε όμορφα πίσω από όσα διηγούνταν. Ήταν όμως υπερβολικά περίπλοκα όσα του έγραψε. Κι οι λέξεις χοροπηδούσαν, τα γράμματα στροβιλίζονταν. Και μετά δεν ξανάρθε. Κι αυτό του έφερε έναν πελώριο θυμό. Ένα θυμό που τα χώραγε όλα. Για εκείνο το γράμμα που δεν μπορούσε να διαβάσει, μα και…
…ενάντια στον πατέρα μου που δεν αγαπούσε κανέναν, ενάντια στη μητέρα μου που του το συγχωρούσε, ενάντια στα μυρμήγκια που έβρισκαν πάντα τρόπο να χωθούν στο δωμάτιό μου όταν πίστευα ότι είχα βουλώσει όλες τις τρύπες. Ενάντια στη φρυγανιέρα που έκαιγε τις φέτες του ψωμιού ακόμα και στη χαμηλότερη θέση. Ενάντια στην πείνα και τη δίψα που δεν χρησίμευαν σε τίποτα.
Τον κυρίευσε ο θυμός, μα και ο φόβος. Γιατί, όπως του είχε πει παλιά ο πατέρας του, τα κορίτσια είναι γλωσσοκοπάνες, σε προδίδουν μέχρι να πεις κύμινο, δεν μπορείς ποτέ να τους έχεις εμπιστοσύνη. «Γι’ αυτό κι ο Ζορό δεν παντρεύτηκε ποτέ…» διαπίστωνε ο Σελ· «…ούτε ο Σούπερμαν, αν και αυτός μού άρεσε λιγότερο γιατί η στολή του τσαλακωνόταν». Το επόμενο πρωί, ξύπνησε καταϊδρωμένος. «Η αυγή ανέβαινε αργά στον τοίχο απέναντι από το κρεβάτι που είχε στρώσει για μένα ο Μάτι στο κεντρικό δωμάτιο», εκεί όπου τον είχε περιμαζέψει άρρωστο ο βοσκός· και ο Σελ σκεφτόταν:
Το μόνο που μου είχε απομείνει ήταν να πεθάνω, να περιμένω να συρρικνωθώ και να γλιστρήσω έξω από τον κόσμο, σιωπηρά, όπως το είχε κάνει η γιαγιά μου. Εκείνο το πρωινό, σ’ αυτό το κατακίτρινο από τον νεαρό ήλιο δωμάτιο, κατάλαβα κάτι σημαντικό: Ήμουν περίεργος, αφύσικος, προβληματικός – σύμφωνοι. Μου το έλεγαν όλοι ξανά και ξανά. Αλλά τελικά όλος ο κόσμος ήταν όπως εγώ. Οι άλλοι είχαν κι αυτοί τους δικούς τους Μαλόκιο, τους δικούς τους εφιάλτες, τους δικούς τους Μακρέ· μονάχα τα ονόματα άλλαζαν.
Περιμένοντας πάντα τη Βιβιάν, ο Σελ είχε πια έναν μόνο φόβο. Πως ίσως η Βιβιάν να μην είχε υπάρξει ποτέ.
Σ’ αυτό το τεράστιο μυθιστόρημα με τις λίγες σελίδες, στην πανέμορφη φύση της Προβηγκίας, παρακολουθούμε τον Σελ, ένα μεγάλο, έναν ελεύθερο άνθρωπο, να γλιστρά μαλακά έξω από την παιδική του ηλικία και να γίνεται άντρας.