Κυκλική οικονομία [4]

P
Αθανάσιος Τσιούρας

Κυκλική οικονομία [4]

Στο προηγούμενο σημείωμα είδαμε τα κόστη που συνδέονται με διάφορες φάσεις της λειτουργίας της κυκλικής οικονομίας — όχι όμως μόνο τα κόστη καθαυτά, αλλά και τον ρόλο των διαφόρων παραγόντων στη διαδικασία αυτή (κράτος/τοπική αυτοδιοίκηση, παραγωγοί, καταναλωτές). Στο τέλος του σημειώματος υπονοήσαμε ότι οι συμπεριφορά ενός παράγοντα επιβαρύνει τους άλλους (αναφέρθηκε ως παράδειγμα ο καταναλωτής που πάει και πετάει τα σκουπίδια του όλα μαζί, χωρίς να κάνει διαλογή ανάμεσα σε ανακυκλώσιμα και μη). Ευκαιρία τώρα να δούμε με ποια κίνητρα ή αντικίνητρα θα μπορούσαν να πείθονται όλοι οι παράγοντες να συμβάλλουν, με το μικρότερο συνολικό κόστος, στην κυκλική οικονομία.

Ξεκινώντας αυτή την έρευνα, έχει σημασία να επανεξετάσουμε τον ρόλο του κράτους σε όλη αυτή τη διαδικασία — και δεν αναφέρομαι στο κράτος ως νομοθέτη, που επιβάλλει υποχρεώσεις και βάρη, αλλά στο κράτος ως συλλέκτη των αποβλήτων. Και, για να το διευκρινίσω περισσότερο: όχι εάν η αποκομιδή των απορριμμάτων θα πρέπει να γίνεται από δημοσίους υπαλλήλους ή από ιδιώτες, όχι εάν τους ΧΥΤΥ θα τους διαχειρίζονται ιδιωτικοί ή κρατικοί φορείς, αλλά κάτι πιο θεμελιώδες: Γιατί το κράτος να μπαίνει στη διαδικασία να μαζεύει τα σκουπίδια μας; Δεν θα έπρεπε καταρχήν να είναι καθήκον του καθενός μας να μη ρυπαίνουμε; Είναι προφανές ότι στον ρόλο του κράτους ανήκει η προστασία του περιβάλλοντος και της υγείας των πολιτών, αλλά σημαίνει άραγε αυτό ότι πρέπει οι πολίτες (και οι επιχειρήσεις) να είμαστε ασύδοτοι στην παραγωγή απορριμμάτων και στη ρύπανση;

Το ερώτημα αυτό έχει απασχολήσει πρώτα τους οικονομολόγους και, στη συνέχεια, τη δημόσια συζήτηση εδώ και μερικές δεκαετίες. Η αρχική συζήτηση, μάλιστα, έγινε με όρους κρατικής ενίσχυσης και αθέμιτου ανταγωνισμού μεταξύ επιχειρήσεων που εδρεύουν σε διαφορετικά κράτη, σε σχέση με τα μέτρα που λαμβάνουν τα κράτη για την καταπολέμηση της ρύπανσης. Ας πούμε ένα απλό παράδειγμα: έχουμε τρεις ανταγωνιστικές βιομηχανίες σε διαφορετικά κράτη. Στο πρώτο κράτος η νομοθεσία προβλέπει ότι η βιομηχανία θα διαχωρίζει τα απόβλητά της, θα συλλέγει χωριστά τα επικίνδυνα απόβλητα και θα τα επεξεργάζεται, ώστε αυτά να μη προκαλούν ρύπανση — αν δεν διαθέτει τέτοιο σύστημα, η βιομηχανία δεν αδειοδοτείται. Στο δεύτερο κράτος υπάρχει ένα κρατικό σύστημα που δέχεται κάθε λογής απόβλητα και, στη συνέχεια, διαχωρίζει τα απλά από τα επικίνδυνα και κάνει κάθε ενέργεια ώστε τελικώς να αποτρέπεται η ρύπανση. Και, στο τρίτο κράτος, απλώς δεν υπάρχει κάποια απαγόρευση ή περιορισμός: η βιομηχανία μπορεί να ρυπαίνει, να αποθέτει ελεύθερα τα απόβλητά της όπου θέλει χωρίς περιορισμούς, χωρίς πρόστιμα κλπ. Είναι προφανές ότι η εταιρία στο τρίτο κράτος έχει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα σε σχέση με τις άλλες δύο: όχι μόνο δεν χρειάζεται να επωμίζεται κόστη για την επεξεργασία, αλλά πιθανότατα δεν πληρώνει και φόρους που να κατευθύνονται σε κρατικές δράσεις επεξεργασίας των αποβλήτων. Η εταιρία του δεύτερου κράτους έχει πλεονέκτημα σε σχέση με την εταιρία του πρώτου κράτους, επειδή το κόστος για τη διαλογή και επεξεργασία των αποβλήτων που η εταιρία παράγει το καλύπτουν οι φορολογούμενοι συνολικά, ενώ η εταιρία του πρώτου κράτους το καλύπτει η ίδια.

Γιά να ξαναδούμε, λοιπόν, το ερώτημα: μας φαίνεται φυσιολογικό —και πιθανότατα επιθυμητό— ότι το κράτος θα έχει βάλει κάδους, για να βάζουμε τα σκουπίδια μας. Είναι όμως εξίσου επιθυμητό το κράτος να αντιμετωπίζει, με πόρους που προέρχονται από τους φόρους μας, τη ρύπανση που προκαλούν οι μεγάλες βιομηχανίες; Και, για να πάμε σε πιο ενδιάμεσες καταστάσεις: μας αρέσει να χρησιμοποιεί το κράτος τους φόρους μας (ή τα ανταποδοτικά τέλη που πληρώνουμε, μαζί με τους λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος) για να μαζεύει τα απορρίμματα ενός εστιατορίου ή ενός μεγάλου ξενοδοχείου; Δεν θα έπρεπε, καταρχήν, ο καθένας να έχει την ευθύνη για να μαζεύει τα απόβλητα που παράγει;

Η απάντηση στο ερώτημα αυτό έχει δοθεί: Ναι, ο καθένας πρέπει να είναι υπεύθυνος για τη ρύπανση που προκαλεί. Πρόκειται για την περίφημη αρχή «Ο ρυπαίνων πληρώνει», η οποία αποτυπώνεται στη δεύτερη παράγραφο του άρθρου 191 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μιαν εφαρμογή της αρχής αυτής τη ζούμε κάθε φορά που πληρώνουμε τα ανταποδοτικά τέλη για την καθαριότητα: η καθαριότητα των Δήμων δεν χρηματοδοτείται από τους πόρους που οι Δήμοι λαμβάνουν από τον κρατικό προϋπολογισμό, αλλά αποκλειστικά από τα ανταποδοτικά τέλη, τα οποία είναι ανάλογα με την έκταση, τα τετραγωνικά μέτρα δηλαδή, της οικίας ή του γραφείου ή της επιχείρησης καθενός που πληρώνει. Συνυπολογίζονται και συντελεστές με βάση τη χρήση του ακινήτου μας (λ.χ., οι κατοικίες πληρώνουν λιγότερο σε σχέση με τις επιχειρήσεις). Επειδή, φυσικά, δεν θα ήταν δυνατόν να ξέρει από πριν ο Δήμος πόσα σκουπίδια παράγει ο καθένας από εμάς, δημιουργήθηκε το τεκμήριο ότι, όσο πιο μεγάλο είναι ένα ακίνητο, τόσο πιο πολλή ρύπανση θα προκαλεί.

Η αρχή «Ο ρυπαίνων πληρώνει» σκοπεύει να κατανείμει όσο πιο δίκαια γίνεται τη δαπάνη που είναι απαραίτητη για την αντιμετώπιση της ρύπανσης. Παράλληλα, όμως, δίνει και κίνητρο σε όλους όσους δραστηριοποιούνται στην οικονομία να παράγουν όσο λιγότερη ρύπανση γίνεται. Αντιστρόφως, ορίζοντας ότι δεν μπορεί το κράτος να καλύπτει τη ρύπανση που προκαλούν ιδιώτες και, ιδίως, επιχειρήσεις με ρυπογόνες δραστηριότητες, αφαιρεί ένα αντικίνητρο που είχαν μέχρι πρότινος οι ρυπαντές, οι οποίοι αγνοούσαν, χωρίς κάποιο κόστος γι’ αυτούς, την περιβαλλοντική επιβάρυνση που προκαλούσαν.

Σχεδόν χωρίς να το καταλάβουμε, αναφερθήκαμε στα ζητήματα που τέθηκαν εισαγωγικά: περιπτώσεις κινήτρων και αντικινήτρων για να μη ρυπαίνουμε, αλλά και πώς η συμπεριφορά κάποιου μπορεί τελικώς να επιβαρύνει όλο το κοινωνικό σύνολο (όχι μόνο οικονομικά, φυσικά, αλλά και περιβαλλοντικά). Είδαμε ακόμη ότι η ανάληψη όλων των ευθυνών από το κράτος προκαλεί στρεβλώσεις στον ανταγωνισμό, αλλά οδηγεί και στην αδιαφορία πολλών ρυπαντών, αφού οι ρυπογόνες ενέργειές τους δεν έχουν γι’ αυτούς δυσμενείς συνέπειες. Και είδαμε ότι για να αντιμετωπίζονται τα προβλήματα αυτά καθιερώθηκε η αρχή «Ο ρυπαίνων πληρώνει».

Μένει, όμως, να δούμε και ποιος είναι ο «ρυπαίνων». Σε κάποιες περιπτώσεις είναι προφανές: το εργοστάσιο που εκπέμπει ρυπογόνα αέρια ή λύματα ή ο οδηγός που πετάει το ποτήρι του καφέ στον δρόμο. Όμως ποιος είναι ο ρυπαίνων όταν πετάμε το κινητό μας που δεν δουλεύει πια στον κάδο απορριμμάτων; Ή την μπαταρία μας; Είναι ο καταναλωτής ή αυτός που έχει παραγάγει το προϊόν και το έθεσε, έτσι, για πρώτη φορά σε κυκλοφορία; Ή μήπως ο εισαγωγέας, που το έθεσε σε κυκλοφορία σε μια συγκεκριμένη χώρα; Η απάντηση είναι: όλοι οι παραπάνω είναι «ρυπαίνοντες». Ενώ για τον καταναλωτή η αιτιολογία είναι προφανής, αφού είναι αυτός είναι που έχει στο χέρι του το απόβλητο (με την έννοια που δώσαμε σε προηγούμενο σημείωμα) και μπορεί να το πετάξει στον λάθος κάδο (ή και εκτός κάδου), στους άλλους παράγοντες της αγοράς η έννοια του «ρυπαίνοντος» αποδίδεται επειδή αυτοί είναι που θέτουν το προϊόν από το οποίο θα προκύψει το απόβλητο στην κυκλοφορία, αλλά και επειδή έχουν οικονομικό κέρδος από την ενέργειά τους αυτή. Όμως είναι και αυτοί (ιδίως οι παραγωγοί) που έχουν τις περισσότερες δυνατότητες παρέμβασης κατά το στάδιο σχεδιασμού και παραγωγής του προϊόντος, ώστε το προϊόν να αφήσει το μικρότερο δυνατό περιβαλλοντικό αποτύπωμα.

Για τον λόγο αυτό, στους παραγωγούς αναγνωρίζεται ένα ιδιαίτερο είδος περιβαλλοντικής ευθύνης, η λεγόμενη «διευρυμένη ευθύνη του παραγωγού», κεντρική έννοια στη λειτουργία της κυκλικής οικονομίας, για την οποία θα μιλήσουμε στο επόμενο σημείωμα.

[ Εικ.: Julian Trevelyan ]