Κυκλική οικονομία [2]

P
Αθανάσιος Τσιούρας

Κυκλική οικονομία [2]

Τι είναι απόβλητο

Μετά τη γενική εισαγωγή, ήρθε η ώρα να εξοικειωθούμε καλύτερα με μια βασική έννοια για την κυκλική οικονομία, την έννοια του αποβλήτου: να δούμε τι είναι και, κυρίως, να δούμε πώς το αντιμετωπίζουμε. Αυτό που εμείς, συνήθως, ταυτίζουμε με το «σκουπίδι». Όμως ως σκουπίδια έχουμε στο νου μας κυρίως τα οικιακά απόβλητα, αυτά δηλαδή που πετάμε στον κάδο απορριμμάτων — και συνήθως διαχωρίζουμε στα «οργανικά απόβλητα» (που συνδέονται κυρίως με τη διατροφή μας, όπως αποφάγια ή φλούδες από φρούτα, και τα πετάμε στους πράσινους κάδους) και την «ανακύκλωση» (κυρίως πλαστικές, γυάλινες και αλουμινένιες συσκευασίες που βάζουμε στους μπλε κάδους). Απόβλητα όμως είναι και πολλά άλλα πράγματα, οικεία σε εμάς, που όμως δεν τοποθετούμε στους πράσινους ή τους μπλε κάδους: η τηλεόρασή μας που έχει χαλάσει και δεν υπάρχει πλέον περιθώριο να την επισκευάσουμε, το αυτοκίνητό μας που δεν μπορεί πλέον να πωληθεί, τα μπάζα από κάποιες επισκευές που έχουν γίνει στο σπίτι μας, αλλά και οι μπαταρίες (που οι πλέον επιμελείς εξ ημών μαζεύουν για να τις βάλουν στους ειδικούς υποδοχείς που υπάρχουν σε κάποια σούπερ-μάρκετ).

Επίσης, απόβλητα δεν παράγουν μόνο οι οικίες· απόβλητα παράγονται σε κάθε οικονομική δραστηριότητα: από τα ξενοδοχεία και τα εστιατόρια (με απόβλητα που εν πολλοίς μοιάζουν με τα οικιακά, αν και είναι πολύ περισσότερα σε όγκο και μάζα) μέχρι τις αγροτικές καλλιέργειες, τις εξορυκτικές δραστηριότητες και τη βιομηχανική παραγωγή, αλλά και μέχρι και τις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών (σκεφτείτε πόσα χαρτιά χαλάει ένα δικηγορικό γραφείο, πόσα μελάνια για εκτυπωτές ή φωτοτυπικά κλπ.). Τα απόβλητα έχουν, όπως πολύ εύκολα μπορεί να αντιληφθεί κανείς, και οικονομική αξία: θυμάμαι ακόμη που, μικρός, πήγαινα στο μπακάλικο του χωριού μπουκάλια μπίρας και έπαιρνα 1 ή 5 δραχμές για το καθένα. Ξέρουμε όλοι, επίσης, ότι μεγάλο μέρος του χαρτιού που καταναλώνεται ή του γυαλιού που επιστρέφεται αποτελεί πρώτη ύλη για την κατασκευή αντίστοιχου υλικού από ανακύκλωση, ότι πολλά οργανικά απόβλητα μπορούν να χρησιμοποιηθούν για λίπασμα ή για καύση κ.λπ.

Ας τα βάλουμε, όμως, όλα στη σειρά —ξεκινώντας με κάτι βασικό: τον ορισμό του αποβλήτου. Πρόκειται για νομοθετικό ορισμό, που θα τον βρούμε στη βασική Οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τα απόβλητα, την Οδηγία 2008/98, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα. Στο άρθρο 3 της Οδηγίας βρίσκουμε τους ορισμούς των όρων της Οδηγίας και, πρώτο-πρώτο, τον ορισμό της έννοιας του αποβλήτου: «[Κ]άθε ουσία ή αντικείμενο το οποίο ο κάτοχός του απορρίπτει ή προτίθεται ή υποχρεούται να απορρίψει». Με άλλα λόγια, θα μπορούσαμε να πούμε ότι απόβλητο είναι καθετί που έχουμε (οι ιδιώτες, οι επιχειρήσεις, το κράτος) στην κατοχή μας, αλλά θέλουμε ή πρέπει να το πετάξουμε. Συνήθως είναι ένα αντικείμενο που είτε, στη μορφή που έχει, δεν είναι πλέον οικονομικώς ωφέλιμο (και απλώς καταλαμβάνει χώρο στο σπίτι ή στο γραφείο ή στην επιχείρησή μας), είτε είναι επικίνδυνο ή βλαπτικό.

Τι κάνουμε με τα απόβλητα; Η «ιεράρχηση» των αποβλήτων

Με βάση αυτά που γράψαμε εισαγωγικά για την κυκλική οικονομία, θα μπορούσαμε να μαντέψουμε πώς αντιμετωπίζει η Ευρωπαϊκή Ένωση τα απόβλητα: προφανώς θέλει να είναι όσο πιο λίγα γίνεται και όσο πιο αξιοποιήσιμα γίνεται. Είπαμε γιατί: και για να μην εξαντλούνται οι φυσικοί πόροι, και για να μη χάνονται χώροι, στους οποίους γίνεται απόθεση/ταφή, αλλά και επειδή τα κόστη (χρηματικά κόστη και περιβαλλοντική επιβάρυνση) τόσο της εξόρυξης όσο και της «διάθεσης» (δηλαδή του ξεφορτώματος) των αποβλήτων είναι πολύ μεγάλα. Νά, λοιπόν, τι γράφει το άρθρο 4, παρ. 1 της Οδηγίας 2008/98:

Ιεράρχηση των αποβλήτων

1.  Στη νομοθεσία και την πολιτική για την πρόληψη και τη διαχείριση των αποβλήτων ισχύει ως τάξη προτεραιότητας η ακόλουθη ιεράρχηση όσον αφορά τα απόβλητα:

α) πρόληψη,

β) προετοιμασία για επαναχρησιμοποίηση,

γ) ανακύκλωση,

δ) άλλου είδους ανάκτηση, π.χ. ανάκτηση ενέργειας, και

ε) διάθεση.

Έχει ενδιαφέρον να δούμε τι σημαίνουν τα παραπάνω, με τι είδους ενέργειες συνδέονται και ποιος είναι υπεύθυνος για τις ενέργειες αυτές:

α΄. Η πρόληψη: επιδιώκουμε να μη δημιουργούνται απόβλητα ή να δημιουργούνται όσο πιο λίγα απόβλητα γίνεται.

Πώς μπορούμε να το κάνουμε αυτό; Κυρίως δίνοντας μεγαλύτερη διάρκεια ζωής στα προϊόντα. Αυτό μπορεί να γίνει με πολλούς τρόπους: ο πιο προφανής (και απλοϊκός) θα ήταν να κατασκευάζονται πιο ανθεκτικά προϊόντα. Τι σημαίνει, όμως, πιο «ανθεκτικά» προϊόντα; Όχι κατ’ ανάγκην αυτά που κατασκευάζονται με πιο ανθεκτικά υλικά (που θα μπορούσαν να είναι πιο βαριά, άρα να καθιστούν το προϊόν δύσχρηστο, ή να είναι περισσότερο βλαπτικά για το περιβάλλον, λ.χ. να μην αποσυντίθενται, άρα τελικώς η κατασκευή του «περισσότερο ανθεκτικού» προϊόντος να βλάπτει μακροπρόθεσμα το περιβάλλον). Είναι αυτά με μεγαλύτερη διάρκεια ζωής, επειδή παραμένουν χρήσιμα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.

Ας πάρουμε ένα απλό παράδειγμα: έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή. Σκεφτείτε για ποιο λόγο αναγκαζόμαστε, κατά καιρούς, να αγοράζουμε καινούργιο υπολογιστή, αντικαθιστώντας τον παλιό: κατά 90% αυτό δεν γίνεται επειδή το παιδί μας, παίζοντας, έσπασε τον παλιό ή μπήκε νερό στο πληκτρολόγιο και χάλασε: συνήθως, ειδικά όσοι είναι επιμελείς, αναγκάζονται να αγοράσουν καινούργιο υπολογιστή επειδή ο παλιός τους υπολογιστής δεν μπορεί να υποστηρίξει τα πιο πρόσφατα software και, κυρίως, τα πιο πρόσφατα λειτουργικά συστήματα. Η διάρκεια ζωής ενός υπολογιστή θα μπορούσε, επομένως, να επιμηκυνθεί, εάν είχε δυνατότητα για περισσότερη αναβάθμιση στο software. Η αναβάθμιση στο software, όμως, είναι ανεξάρτητη από πολλά από τα στοιχεία που έχει ο υπολογιστής: από το κουτί, από την οθόνη (εάν πρόκειται για λάπτοπ), από τους υποδοχείς USB ή CD/ DVD, από τα ηχεία, από τη μνήμη (ενδεχομένως) ή από άλλα στοιχεία του εσωτερικού του εξοπλισμού. Έτσι, η αναβάθμιση του software θα μπορούσε να είναι δυνατή και με ήσσονες, ενδεχομένως, επεμβάσεις στον υπολογιστή, από τις οποίες θα προέκυπταν ως απόβλητα μόνο κάτι μικρά, στο μέγεθος, συστήματα ημιαγωγών.

Καταλαβαίνετε ότι ένας υπολογιστής στον οποίο μπορεί εύκολα να γίνουν τέτοιες αντικαταστάσεις θα είχε μεγαλύτερη διάρκεια ζωής, αφού θα είναι πιο φτηνό για τους καταναλωτές να προχωρούν σε ήσσονες επεμβάσεις με πολύ μικρότερο κόστος σ’ αυτόν και άρα, ορθολογικά σκεπτόμενοι και δρώντες, θα προτιμούν να επισκευάζουν τους υπολογιστές, παρά να τους αντικαθιστούν με καινούργιους (κρατώ αυτό το «ορθολογικά σκεπτόμενοι», θα το συζητήσουμε ξανά σε λίγο).

Το ίδιο ισχύει και για τα κινητά μας, για τα αυτοκίνητα (λ.χ., ο χρόνος ζωής πολλών αυτοκινήτων επιμηκύνθηκε όταν τους δόθηκε η δυνατότητα να αντικαταστήσουν τον κινητήρα τους με κινητήρα αερίου) και για άλλα προϊόντα: όσο αυξάνεται το χρονικό διάστημα κατά το οποίο μπορεί να είναι χρήσιμα, τόσο προλαμβάνεται η δημιουργία αποβλήτων.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα μέτρου που στηρίζεται στην παραπάνω αρχή: η πρόβλεψη, στην Οδηγία 2014/42 για τον ραδιοεξοπλισμό, ότι τα κινητά θα πρέπει να μπορούν να χρησιμοποιούν «κοινού τύπου φορτιστές» (βλ. άρθρο 3, παρ. 3, περ. α’). Εάν μπορούσε να επιτευχθεί αυτό, τότε οι φορτιστές που έχουμε για τα κινητά μας δεν θα έχαναν την αξία τους για εμάς όταν αλλάζαμε κινητό: θα κρατούσαμε τον φορτιστή για να τον χρησιμοποιήσουμε στο επόμενο κινητό τηλέφωνο που θα αγοράζαμε. Κρατώ επιφύλαξη για την ορθότητα μιας νομοθεσίας με την οποία επιβάλλονται κεντρικά τα τεχνικά χαρακτηριστικά για την κατασκευή ενός προϊόντος, αλλά καταλαβαίνετε το πνεύμα της ρύθμισης.

β΄. Η προετοιμασία για επαναχρησιμοποίηση: είναι πολύ συναφής με την πρόληψη. Η διαφορά, τεχνικά, είναι ότι στην πρόληψη το προϊόν δεν έχει γίνει ακόμη απόβλητο, ενώ στην προετοιμασία για επαναχρησιμοποίηση έχει περάσει από το στάδιο που είναι απόβλητο (θέλουμε να το πετάξουμε στα σκουπίδια) και, με κάποια επέμβαση, συνήθως επισκευή, το προϊόν μπορεί να χρησιμοποιηθεί εκ νέου. Στο παράδειγμα του υπολογιστή, ας πούμε ότι μπήκε νερό στο πληκτρολόγιο του λάπτοπ: είναι σημαντικό να μπορούν να απομονωθούν τα πλήκτρα ή τα άλλα εξαρτήματα που βράχηκαν και αχρηστεύτηκαν, ώστε να αντικατασταθούν μόνο αυτά και, στη συνέχεια, να παραδοθεί ο υπολογιστής έτοιμος προς περαιτέρω χρήση στον ιδιοκτήτη του.

γ΄. Ανακύκλωση: ανακύκλωση έχουμε όταν το υλικό από ένα απόβλητο χρησιμοποιείται για την παραγωγή ενός άλλου προϊόντος. Το πλαστικό, το γυαλί, το αλουμίνιο, το χαρτί (οι συσκευασίες είναι πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα δυνατοτήτων για ανακύκλωση) συλλέγονται, υπόκεινται σε επεξεργασία και ξαναχρησιμοποιούνται. Τα οφέλη είναι προφανή: ας πούμε, για το χαρτί, δεν χρειάζεται να κοπούν νέα δέντρα όταν υπάρχει διαθέσιμο υλικό από ανακύκλωση για να παραχθεί νέο χαρτί. Κρατάμε όμως κάτι: ότι ένα σημαντικό κόστος της ανακύκλωσης είναι ο διαχωρισμός των υλικών, ώστε να ξεχωρίσουν τα ανακυκλώσιμα από τα μη ανακυκλώσιμα και, στη συνέχεια, η διαλογή των ανακυκλώσιμων υλικών.

δ΄. Άλλου είδους ανάκτηση, όπως λ.χ. ανάκτηση ενέργειας: εάν δεν μπορεί να γίνει τίποτε από τα παραπάνω, βλέπουμε με ποιον άλλο τρόπο μπορούμε να ωφεληθούμε από τα απόβλητα. Χαρακτηριστική περίπτωση εδώ πέρα είναι τα βιοαπόβλητα: μπορούν να καούν και να τα αξιοποιήσουμε για την παραγωγή ενέργειας. Άλλες μορφές βιομάζας μπορούν να αξιοποιηθούν ως λιπάσματα — από τον κήπο μας ή τη γλάστρα στο μπαλκόνι μας, μέχρι και για αγροτικές καλλιέργειες. Στις περιπτώσεις αυτές το απόβλητο χάνεται, ως υλικό, κι έτσι δεν αξιοποιείται εκ νέου στην παραγωγική διαδικασία ως πρώτη ύλη. Μας δίνει, όμως, κάποια άλλη ωφέλεια, συνήθως ενέργεια.

ε΄. Διάθεση: διάθεση είναι όταν πλέον το απόβλητο δεν έχει καμία αξία και μας ενδιαφέρει να το ξεφορτωθούμε. Είτε το καίμε (χωρίς όμως να προσδοκούμε ότι θα ανακτήσουμε κάποια αξιόλογη ποσότητα ενέργειας), είτε το θάβουμε (οπότε πρέπει να έχουμε διασφαλίσει τουλάχιστον χώρο για την υγειονομική του ταφή). Η τελευταία λύση είναι προφανώς λύση ανάγκης.

Η ιεράρχηση των αποβλήτων και η κυκλική οικονομία

Δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε πώς και σε ποιο βαθμό επιτυγχάνονται οι στόχοι της κυκλικής οικονομίας με κάθε μία από τις παραπάνω διαδικασίες για την πρόληψη ή τη διαχείριση των αποβλήτων. Η πρόληψη, η προετοιμασία προς επαναχρησιμοποίηση και η ανακύκλωση είναι, κατά σειρά, οι βέλτιστες λύσεις, καθώς: (α΄) μειώνουν την ανάγκη για εξόρυξη νέων υλικών και (β΄) δεν απαιτούν χώρους ή εγκαταστάσεις για καύση ή ταφή. Κατόπιν, η ανάκτηση με άλλο τρόπο (κυρίως η καύση) έχει ένα έμμεσο όφελος (εξοικονόμηση πόρων για ενέργεια, αφού τα καιόμενα απόβλητα αξιοποιούνται για την παραγωγή ενέργειας και δεν απαιτείται η χρησιμοποίηση κάποιου ορυκτού καυσίμου) και ένα άμεσο (δεν απαιτείται χώρος για την απόθεση ή ταφή τους). Τέλος, η διάθεση δεν παρέχει κανένα πλεονέκτημα εξοικονόμησης και, αντιθέτως, επιβαρύνει το περιβάλλον, επειδή απαιτεί χώρο για την εναπόθεση/ταφή και επιβαρύνει την ατμόσφαιρα με τα αέρια που προκαλούνται από την καύση.

Η επιλογή του τρόπου διαχείρισης εξαρτάται από πολλούς παράγοντες: από τους παραγωγούς, τους καταναλωτές, το κράτος (τόσο μέσω της νομοθετικής εξουσίας, όσο και μέσω της διοίκησης, κυρίως της τοπικής αυτοδιοίκησης — που συλλέγει τα απόβλητα). Επίσης, κάθε τρόπος διαχείρισης έχει κόστη, φανερά και κρυφά.

Αυτά, όμως, θα τα δούμε στο επόμενο σημείωμα.

[ Εικ.: Derek Gores, Full Volume Klimt (2016)]