Το κλειδί του τόπου και η μεγάλη γιορτή

D
Γιάννης Δημητρόπουλος

Το κλειδί του τόπου και η μεγάλη γιορτή

Το τελευταίο μου ταξίδι στη Γερμανία, προ τριετίας, συνοδεύτηκε από μια κλασική, έντονη χιονόπτωση, από αυτές στις οποίες είναι μαθημένοι οι ντόπιοι. Μια από τις πρώτες μου όμως επισκέψεις στη χώρα ήταν στο θερμότερο, ίσως, καλοκαίρι που έζησε στη σύγχρονη εποχή. Το 1994, με το θερμόμετρο να φτάνει τους 39° υπό σκιάν, στον ελεύθερο χρόνο από τη θερινή μου δουλειά έκανα ποδήλατο στην Καρλσρούη, κολύμπι στις παλιές εκτάσεις απόληψης υλικών με το όνομα μπάγκερζεεν, και καγιάκ στον ποταμό Νέκαρ. Παραμένοντας οπαδός πρωτίστως των μεσογειακών παραλίων, για διακοπές αλλά και για καθημερινότητα, εξακολουθώ εντούτοις να έχω αυτήν την —καθόλου νοτιοευρωπαϊκή— χώρα ως τη γρήγορη απάντηση όταν πιέζομαι να δηλώσω συγκεκριμένη προτίμηση για το πού θα ήθελα να βρεθώ στην πρώτη ευκαιρία.

Ξέρω ότι η προτίμηση επηρεάζεται από τις παρέες και τις εμπειρίες, και καλλιεργήθηκε με τη σταδιακή μου εκμάθηση της γλώσσας, ξεκινώντας πριν από σαράντα περίπου χρόνια. Έχει, ωστόσο, να κάνει και με κάποιους παράγοντες ακόμη. Ο συνδυασμός της προόδου και της «κεντρικότητας» στην Ευρώπη αφενός, με τη σχετική γεωγραφική και κλιματολογική εγγύτητα αφετέρου (πολύ πιο κοντά στο ηπειρωτικό κομμάτι της Ελλάδας είναι —από αυτή την άποψη— η νότια Γερμανία και Αυστρία, παρά η ατλαντική και βόρεια Γαλλία ή η Βρετανία), ενισχύει στην αντίληψή μου την ελκυστικότητα του γερμανόφωνου χώρου, τον οποίο αισθάνομαι πως καταλαβαίνω κάπως καλύτερα από ό,τι άλλους.

Στο χιονισμένο τριήμερο του 2018 διαπίστωσα ότι υπήρχε ένας ακόμη λόγος για να νιώθει οικεία ένας Έλληνας στην «ψυχρή» Γερμανία. Στο Μόναχο είδαμε την πιο επιβλητική, ίσως, αρχιτεκτονική σύνθεση που υπάρχει οπουδήποτε προς τιμήν της πατρίδας μας. Η Γλυπτοθήκη και τα παρακείμενα Προπύλαια είναι μια μεγάλη Πλατεία Ελλάδας στην καρδιά της βαυαρικής πρωτεύουσας. Δίπλα στο κτίριο με τα εκθέματα από τον αρχαιοελληνικό (και ρωμαϊκό) κόσμο, υπάρχει ένα αφιέρωμα στη μεγάλη σύγχρονη στιγμή του έθνους μας: η αναγραφή ονομάτων Ελλήνων και Φιλελλήνων, με κεφαλαία γράμματα στο σημερινό αλφάβητό μας.

Το συγκρότημα κτιρίων της «Πλατείας Βασιλέως» σε διάταξη Π (που συμπληρώνεται από τη συλλογή αρχαιοτήτων) σχεδιάστηκε από το 1815 και σταδιακά υλοποιήθηκε στα μετέπειτα χρόνια. Πολύ πριν οριστεί βασιλιάς της Ελλάδας ο ανήλικος Όθων της Βαυαρίας με τους Επιτρόπους, και τον καιρό που ο Μέτερνιχ πρωταγωνιστούσε στην αρχική «αντεπαναστατική» αντίδραση της Ευρώπης, πολλοί Γερμανοί σκέφτονταν την Ελλάδα — και σύντομα έδρασαν για αυτήν.

Ο πρώτος σύνδεσμος βοήθειας προς τους Έλληνες ιδρύθηκε τον Αύγουστο του 1821 στη Στουτγάρδη της Βυρτεμβέργης, με επικεφαλής τον επίτροπο Σοτ. Λέγεται ότι, και μεταξύ των εθελοντών που πήγαν να πολεμήσουν στον ελληνικό αγώνα της Ανεξαρτησίας, οι περισσότεροι ήταν Γερμανοί — το ίδιο και μεταξύ των νεκρών Φιλελλήνων. Πασίγνωστες είναι ακόμη και οι εικονογραφήσεις του Βαυαρού Κρατσάιζεν, που αποτέλεσαν βάση για τις πιο εκφραστικές παραστάσεις μεγάλων μορφών της Επανάστασης — όπως για παράδειγμα του Κολοκοτρώνη στο παλιό πεντοχίλιαρο.

Έχοντας υπόψη αυτά τα δεδομένα, κάτι δείχνει να λείπει από την επιλογή των τριών συμμάχων του Ναυαρίνου ως αποκλειστικών υψηλών τιμώμενων χωρών στα διακόσια χρόνια της ελληνικής επανάστασης. Ένα «λογικό» επιχείρημα που άκουσα ήταν ότι η Γερμανία δεν υπήρχε ως χώρα τον καιρό του 1821, ενώ οι Βρετανία, Γαλλία και Ρωσία παραμένουν με σχετικά λίγες αλλαγές στην τότε τους έκταση.

Η αλήθεια είναι ότι μόνο η Γαλλία από τις τρεις δυνάμεις παραμένει στην έκταση του «εξαγώνου» συν την Κορσική που είχε και τότε. Πολιτειακά βέβαια δεν ήταν δημοκρατία —είχαν επανέλθει οι βασιλείς μετά την πτώση του Ναπολέοντα— και εδαφικά ήταν πρόσφατη η απώλεια της Ολλανδίας και του Βελγίου. Από την άλλη, τόσο η Βρετανία όσο και η Ρωσία είχαν περισσότερα εδάφη σε σχέση με σήμερα. Το «Ηνωμένο Βασίλειο» περιελάμβανε και την Ιρλανδία, ενώ η Ρωσική Αυτοκρατορία απλωνόταν περίπου όσο και η μετέπειτα ΕΣΣΔ — με Ουκρανία, Λευκορωσία, Μολδαβία και Καύκασο εντός των ορίων της. Η δε Γερμανία, κάθε άλλο παρά «ανύπαρκτη» ήταν — όχι μόνο ως έθνος (έννοια που χρησιμοποιήθηκε στην «Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία» ήδη από τον 15ο αιώνα), αλλά και ως εδαφική οντότητα. Από το 1815 είχε ιδρυθεί η «Γερμανική Συνομοσπονδία», συναποτελούμενη από δεκάδες κράτη και κρατίδια και έχοντας 30 εκατομμύρια πληθυσμό. Γερμανία, Αυστρία, Τσεχία, Σλοβενία, Λουξεμβούργο και κάποια νυν τμήματα άλλων χωρών αντιστοιχούν στην έκτασή της. Πρωτεύουσα και έδρα της Ομοσπονδιακής Συνέλευσης ήταν η Φρανκφούρτη.

Ο λόγος που η πρωτοπόρος του φιλελληνισμού Γερμανία δεν ήταν η τέταρτη τιμώμενη μεγάλη χώρα μάλλον πρέπει να αποδοθεί σε αμηχανία των διοργανωτών, όχι τόσο για το αν ανήκαν στην ίδια επικράτεια η Βαυαρία με την Πρωσία, όσο για το πώς αισθανόμαστε διαχρονικά απέναντι στη μεγαλύτερη χώρα της Μεσευρώπης. Τα αρνητικά συναισθήματα κυριαρχούν στον κόσμο της Ελλάδας και εκδηλώνονται με κάθε ευκαιρία σε δημόσιες και ιδιωτικές συζητήσεις. Η αντιπαλότητα στους δύο παγκόσμιους πολέμους, το άγος των Ναζί, η αίσθηση της «ψυχρής» υποδοχής που είχαν οι γκασταρμπάιτερ, έως και η πρόσφατη αντίληψη περί ηγεμονικού ρόλου των Γερμανών (στην ΕΕ γενικότερα, στη διαχείριση του ελληνικού χρέους ειδικότερα) έχουν παίξει ίσως καθοριστικότερο ρόλο από την —εξίσου υπαρκτή— άγνοια πολλών Ελλήνων για τα αδιαμφισβήτητα θετικά της νεότερης και σύγχρονης γερμανοελληνικής σχέσης.

Μαζί με τα παραπάνω υπάρχει και μια, σχεδόν μυθική, γοητεία που εκπέμπουν οι χώρες της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής, που στην πλειονότητά τους έγιναν ανεξάρτητες λίγο πριν την Ελλάδα ή ταυτόχρονα με αυτήν. Η χρονική αυτή σύμπτωση δεν ήταν τυχαία: τόσο η Γαλλική Επανάσταση ως γεγονός που ενέπνευσε, όσο και ειδικότερα η αποδυνάμωση της Ισπανίας και Πορτογαλίας λόγω των εκστρατειών του Ναπολέοντα, οδήγησαν σε κινήματα ανεξαρτητοποίησης τις χώρες της άλλης άκρης του Ατλαντικού.

Δύο τουλάχιστον από αυτές τις χώρες ξεχωρίζουν λόγω της εντονότερης προβολής τους, που έχει μια αντικειμενική βάση αλλά και μια δόση ευσεβών πόθων. Η Ουρουγουάη έχει σημαία σε μπλε και άσπρο, με εννιά λωρίδες εναλλάξ χρωματισμένες, περίπου όπως η δική μας. Ανάμεσα στα πολλά που έχουν γραφτεί για τη συμπάθεια των κατοίκων της προς την Ελλάδα και την ύπαρξη ενός κάποιου ελληνικού στοιχείου —κάτι που παρατηρείται βέβαια στις περισσότερες λατινοαμερικάνικες χώρες όπως και σε άλλες ηπείρους—, έχει επίσης ειπωθεί ότι η Ουρουγουάη «δεν είχε αναγνωρίσει τα Σκόπια ως Μακεδονία», κάτι που μάλλον δεν ισχύει. Υποστηρίζεται επίσης ότι ήταν «μία από τις πρώτες» χώρες που αναγνώρισαν την ανεξάρτητη Ελλάδα, αλλά και για αυτό δεν ξέρω αν υπάρχει τεκμηρίωση.

Η «αναγνώριση» της Ελλάδας αποδίδεται και στην άλλη προβεβλημένη χώρα, την Αϊτή — και στην περίπτωση αυτή υπάρχει, πράγματι, το τεκμήριο της επιστολής του τότε Αϊτινού ηγέτη Μπουαγέ. Για εκείνη την εποχή και τις δυσχέρειες που τότε υπήρχαν στις υπερατλαντικές επικοινωνίες, είναι συγκινητικό τόσο το ενδιαφέρον της ελληνικής πλευράς να βρει ερείσματα κυριολεκτικά σε όλο τον κόσμο, όσο και το γεγονός της συγκεκριμένης ανταπόκρισης, με τα πολύ θερμά λόγια του γράμματος. Ωστόσο, παρόλο που κυκλοφορεί η φήμη ότι οι Αϊτινοί είχαν στείλει εκστρατευτικό σώμα και φορτίο καφέ προς οικονομική ενίσχυση, σε πλοίο που βυθίστηκε, ο ίδιος ο Μπουαγέ δεν κάνει καμία σχετική αναφορά, ούτε και έχω έως τώρα βρει κάποια πηγή που να επιβεβαιώνει αυτή την πληροφορία. Το γράμμα αναφέρει, διακριτικά, την πραγματική αιτία που δεν έφτασε στην Ελλάδα η αϊτινή βοήθεια, την οποία πολλοί βλέπουν ως λόγο δικής μας ηθικής υποχρέωσης σήμερα. Η Αϊτή, τον καιρό της ελληνικής επανάστασης, ήταν απασχολημένη με την επέκταση της κυριαρχίας της (διάβαζε: «εισβολή») στο ανατολικό τμήμα της νήσου Ισπανιόλα, που είχε κηρύξει τη βραχύβια ανεξαρτησία του από τους Ισπανούς και μετά από περιπέτειες δεκαετιών έγινε η σημερινή Δομινικανή Δημοκρατία.

Μύθοι υπάρχουν για όλους, και για τους Βαυαρούς: υποστηρίχθηκε ότι τα γαλανόλευκα χρώματα της σημαίας μας οφείλονται στη δυναστεία του Όθωνα. Η πραγματικότητα όμως είναι ότι το κυανό και το λευκό στις σημαίες ξηράς και θαλάσσης είχαν καθοριστεί ήδη από το 1822 στην εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου. Επί Όθωνος προστέθηκε «μόνο» ο βαυαρικός θυρεός, που αργότερα αφαιρέθηκε και πάλι, ενώ είχε επιλεγεί μια πιο ανοιχτή απόχρωση του γαλάζιου, που και αυτή καταργήθηκε αφότου αποκτήσαμε τη νέα (και τελευταία) δυναστεία μας.

Παρά τις υπερβολές, ωστόσο, η πραγματικότητα για το ποια χώρα ήταν και είναι σχετικότερη με εμάς, δεν κρύβεται. Ακόμη κι αν αγνοήσουμε τους λίγους σαν την αφεντιά μου, που αισθάνομαι πιο άνετα στην παλιά «Συνομοσπονδία» —στο Κλάγκενφουρτ, το Μάιντς και το τσέχικο Μπρνό— από ό,τι σε αντίστοιχου μεγέθους πόλεις των τριών συμμαχικών δυνάμεων (τη Λιόν, το Γιορκ ή την ουκρανική Πολτάβα). Για τον πρόσθετο ίσως λόγο ότι στη Γερμανία, καλώς ή κακώς, έχουμε τον μεγαλύτερο αριθμό συμπατριωτών/συμπολιτών μας που κατοικεί σε άλλη χώρα της ΕΕ — τόσο πολλούς, που οι αρχές του Ντίσελντορφ αναγκάστηκαν να διακόψουν την εκδήλωση φωταγώγησης της 25ης Μαρτίου επειδή μαζεύτηκε πλήθος Ελλήνων, πολλοί εκ των οποίων «χωρίς μάσκα» σύμφωνα με γερμανικό μέσο ενημέρωσης.

Λέμε ότι οι γιορτές κρατάνε «40 μέρες», και η φετινή μας επετειακή γιορτή άνετα μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι θα κρατήσει όλο το 2021. (Άλλωστε, την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, δεν έχει καν έρθει η 25η Μαρτίου του «παλιού» ημερολογίου!) Δεν πειράζει λοιπόν, τελικά, αν στην παρέλαση κλήθηκαν λίγοι «υψηλοί» και εκπροσωπήθηκαν σε χαμηλότερα του προβλεπομένου κλιμάκια, στις τωρινές δύσκολες συνθήκες. Σημαντικότερο είναι ότι τα χρώματα της ελληνικής σημαίας προβλήθηκαν (πέρα από τις φωτοσοπιές) σε πάμπολλα μέρη σε όλο τον κόσμο, ακόμη και σε τόπους όπου δεν υπάρχουν ιδιαίτεροι «ιστορικοί δεσμοί». Εξίσου σημαντικό είναι ότι ο Τούρκος Πρόεδρος έστειλε και αυτός συγχαρητήριο μήνυμα στην κυρία Σακελλαροπούλου για την εθνική γιορτή της Ελλάδας. Και στους υπόλοιπους 9 μήνες (για να μην πούμε για τα 9 χρόνια που μεσολαβούν έως την διακοσιετηρίδα της επίσημης ανεξαρτησίας) υπάρχει όλος ο χρόνος για να συνεχίσουμε να κρατάμε «ανοιχτό το σπίτι μας» σε όλους ανεξαιρέτως, όπως κάνουν παραδοσιακά στον τόπο μας όσοι γιορτάζουν: κερνάμε συμμάχους, συνεργάτες αλλά και ανταγωνιστές — στη δική μας γιορτή, με σεβασμό στην υπόσταση κάθε καλεσμένου, και χωρίς αμφιβολία για το ποιος κρατά το κλειδί του τόπου, όταν φύγει κι ο τελευταίος από το πάρτι.

[ Φωτ.: Μόναχο, Πλατεία Βασιλέως ].