Κατασκευάζοντας την αλήθεια

P
Ρωμανός Γεροδήμος

Κατασκευάζοντας την αλήθεια

ΜΕΡΟΣ 1ο: Η ιστορία που χαράχτηκε στη μνήμη μας

Ένα κρύο Σαββατόβραδο του Φεβρουαρίου. 1992. Αθήνα. Σε έναν ήσυχο παράδρομο της Πατησίων ή της Λεωφόρου Αλέξανδρας. Περπατάμε προς το αυτοκίνητο. Μετά την προβολή.

Η πρώτη φορά που είδα το JFK του Όλιβερ Στόουν έχει χαραχτεί στη μνήμη μου με κινηματογραφικό τρόπο. Δεν θυμάμαι ακριβώς σε ποιο σινεμά ήταν∙ ήταν λίγο πριν ξεκινήσω να σημειώνω ψυχαναγκαστικά το πού και πότε είδα κάθε ταινία, ένα κουσούρι που μου έχει μείνει ακόμη και σήμερα. Μια αναζήτηση στις εφημερίδες της εποχής, όμως, μου θυμίζει ότι ήταν ίσως το Αελλώ, το Ζίνα, το Ράδιο Σίτυ ή το Νιρβάνα. Χρυσή εποχή για τους ανεξάρτητους κινηματογράφους του κέντρου. Θυμάμαι όμως καθαρά τον δρόμο όπου είχαμε παρκάρει. Τον ελαφρά ανηφορικό, ημιφωτισμένο δρόμο που κατέληγε σε έναν κάθετο. Τις εισόδους των πολυκατοικιών. Την πατίνα μιας αστικής Αθήνας/Γκόθαμ Σίτι στο μεταίχμιο δύο εποχών. Θυμάμαι να περπατάω με τους γονείς μου, δεκάξι χρονών, προς το αυτοκίνητο. Ήξερα ότι είχα δει κάτι που θα με επηρέαζε βαθιά. Το θυμάμαι με νουάρ φωτισμούς και πλάγιες γωνίες λήψης, όπως στη σκηνή που ο νεαρός Μπρους Γουέιν βγαίνει από την όπερα με τους γονείς του. Origin story από τα Lidl.

Δεν θα ήταν ακριβές το να ισχυριστώ ότι το JFK με έκανε να ενδιαφερθώ για την πολιτική, τον Ψυχρό Πόλεμο ή τις πολιτικές δολοφονίες – αυτά τα (ελαφρώς ανησυχητικά για ένα παιδί) ενδιαφέροντα είχαν φανεί αρκετά χρόνια πριν. Ωστόσο, και ασχέτως της κριτικής που ακολουθεί, το JFK είναι μια αριστουργηματική ταινία. Και, όπως όλα τα έργα τέχνης ή προϊόντα σκέψης που έρχονται και κολλάνε τέλεια με τον προϋπάρχοντα εαυτό μας, πυροδότησε όχι μόνο το ενδιαφέρον μου για την προεδρία και δολοφονία του Κένεντι, αλλά για ευρύτερα ερωτήματα πολιτικής βίας, δημοκρατικής λογοδοσίας και αναζήτησης της αλήθειας.

Η δολοφονία Κένεντι ίσως δεν είναι το σημαντικότερο γεγονός του 20ού αιώνα: για παράδειγμα, η Μάχη στο Στάλινγκραντ και η Απόβαση στη Νορμανδία έκριναν την εξέλιξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Είναι, όμως, σίγουρα το πιο συγκλονιστικό. Άλλαξε τον ρου της παγκόσμιας ιστορίας με τον πιο τελεσίδικο τρόπο∙ στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου, και της πολιτισμικής, ιδεολογικής, πολιτικής, οικονομικής και στρατιωτικής ακμής των ΗΠΑ της δεκαετίας του 1960, επηρέασε κυριολεκτικά, άμεσα ή έμμεσα, όλες τις χώρες του κόσμου.

Το ιδιαίτερο στοιχείο στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι, από μόνο του, ούτε το «αστυνομικό» κομμάτι, το «ποιος το έκανε» (whodunnit), με δεδομένη την αμφισβήτηση της επίσημης εκδοχής, ότι ο Λι Χάρβεϊ Όσβαλντ έδρασε μόνος του∙ ούτε το γεωπολιτικό (δηλαδή τι συνέπειες είχε), ούτε η εναλλακτική ιστορία (πώς θα ήταν ο κόσμος σήμερα∙ ως προς αυτό, συνιστώ την τηλεοπτική σειρά 11.22.63, βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του Στίβεν Κινγκ)∙ αλλά ένα πιο θεμελιώδες ερώτημα δημοκρατίας και ελευθερίας.

Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα κάποιος ή κάποιοι αφαίρεσαν με βίαιο τρόπο από το πολιτικό σύστημα τον δημοκρατικά εκλεγμένο ηγέτη μιας χώρας (και ίσως του «ελεύθερου κόσμου»). Η δολοφονία συνδέεται με αμέτρητες θεωρίες συνωμοσίας∙ με ισχυρά και συγκρουόμενα οικονομικά, στρατιωτικά και πολιτικά συμφέροντα∙ με γεωστρατηγικές αποφάσεις πολέμου/ειρήνης που θα επηρέαζαν εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο∙ με αναπάντητα ερωτήματα και ασύλληπτες συμπτώσεις∙ με άτυχους ή εγκληματικούς χειρισμούς πολλών και διαφορετικών δρώντων, τόσο την ίδια την ημέρα της δολοφονίας, όσο και τους μήνες που ακολούθησαν∙ με πολλαπλές προσπάθειες συγκάλυψης πτυχών της ιστορίας από παράγοντες του πολιτικού συστήματος και από τις ίδιες τις επιτροπές που ανέλαβαν να τη διαλευκάνουν.

Κάποια από τα σχετικά αρχεία σφραγίστηκαν αμέσως μετά τη δολοφονία, με την προοπτική να ανοίξουν στα μέσα του 21ου αιώνα εξαιτίας πιθανών κινδύνων για την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ ή/και την προστασία των μελών της οικογένειας Κένεντι.[*] Μου φαινόταν τότε και —παρά την πιο ώριμη και ολοκληρωμένη αντίληψη που μπορεί να έχω τώρα για τη χρησιμότητα και αναγκαιότητα το κράτος να μπορεί να διατηρεί ένα περιθώριο ευελιξίας κινήσεων, που περιλαμβάνει και την έννοια της μυστικότητας: μυστικότητας κινήσεων, διπλωματίας, χρήσης κονδυλίων και μη δημοσιοποίησης κάποιων αρχείων— εξακολουθεί να μου φαίνεται αδιανόητο το πώς μπορεί κάποιος, όχι μόνο ένας Αμερικανός πολίτης, αλλά ένας πολίτης του κόσμου, να μην ενδιαφέρεται να μάθει την αλήθεια για κάτι τόσο σημαντικό∙ να μη νοιάζεται, δηλαδή, για την απόκρυψη της αλήθειας, την παραχάραξη της ιστορίας, τον βιασμό της δημοκρατίας. Αυτά δεν είναι θεωρητικά ερωτήματα. Έχουν να κάνουν με το αν εμείς ως άτομα και ως κοινωνίες έχουμε ελεύθερη βούληση ή αν ανεχόμαστε κάποιοι να μας την αφαιρούν, όποτε και όπως θέλουν.

Το ίδιο βράδυ που γυρίσαμε από το σινεμά βρήκα στη βιβλιοθήκη των γονιών μου το επικό βιβλίο του Γουίλιαμ Μάντσεστερ, Ο Θάνατος Ενός Προέδρου, στη δίτομη έκδοση του 1967 στα ελληνικά (Εκδόσεις Πάπυρος), και άρχισα να διαβάζω κομμάτια του. Το 2018 βρήκα την πρώτη έκδοση στα αγγλικά. Άρχισα να διαβάζω τις πρώτες γραμμές. Κατέληξα να διαβάσω όλες τις 710 πυκνογραμμένες σελίδες του μέσα σε λίγες μέρες. Πρόκειται για ένα συναρπαστικό αφήγημα γραμμένο για το ευρύ κοινό∙ μια λεπτό-προς-λεπτό περιγραφή πέντε ημερών, μέσα από την οποία αναδεικνύεται μια ολόκληρη εποχή: ένας ολόκληρος κόσμος που σήμερα σβήνει.

Τα χρόνια που ακολούθησαν άρχισα να διαβάζω βιβλία και να βλέπω ντοκιμαντέρ για την προεδρία και δολοφονία Κένεντι∙ επισκέφτηκα το σπίτι όπου γεννήθηκε στο Μπρούκλαϊν της Βοστώνης∙ την Προεδρική Βιβλιοθήκη του Τζ. Φ. Κένεντι (κορυφαίο έργο του αρχιτέκτονα Ι. Μ. Πέι) στα περίχωρα της Βοστώνης∙ την Ντίλι Πλάζα, την πλατεία στο Ντάλας όπου έγινε η δολοφονία∙ αλλά και το ίδιο το κτίριο της (πρώην) Αποθήκης Σχολικών Βιβλίων που τώρα στεγάζει διοικητικά κτίρια της περιφέρειας, καθώς και το Μουσείο του 6ου Ορόφου (μερικές φωτογραφίες εδώ∙ η κάμερα αυτή δίνει ζωντανή εικόνα από το ακριβές σημείο όπου βρισκόταν ο δολοφόνος).

Ξαναβλέποντας σήμερα την ταινία –έχοντας στο μεταξύ εντρυφήσει στην υπόθεση και στην εποχή, έχοντας σπουδάσει και διδάξει πολιτική, διεθνείς σχέσεις, δημοσιογραφία, θεωρία των ΜΜΕ και ντοκιμαντέρ στο πανεπιστήμιο για 18 χρόνια–, συνειδητοποιώ ότι πρόκειται για πραγματικά εξαιρετικό δείγμα προπαγάνδας. Αυτό δεν μειώνει σε τίποτα την καλλιτεχνική και κινηματογραφική αξία της ταινίας, και θα εξακολουθούσα να την προτείνω χωρίς δισταγμό. Εγείρει όμως μια σειρά από σοβαρά ηθικά και πολιτικά ερωτήματα.

Η υπόθεση του Κένεντι δεν είναι μυθοπλασία. Είναι ιστορία, και μάλιστα σχετικά πρόσφατη∙ ζούμε ακόμη, και θα ζούμε για αρκετές δεκαετίες ακόμη, τις επιπτώσεις και τα απόνερα τόσο της εποχής εκείνης, όσο και της μη πειστικής διαλεύκανσης της δολοφονίας. Τα πρόσωπα που εμφανίζονται στην ταινία είναι, ως επι το πλείστον, πραγματικά πρόσωπα. Ωστόσο, το JFK δεν είναι ταινία τεκμηρίωσης (ντοκιμαντέρ), ακόμη κι αν πολλές φορές φαίνεται ως τέτοια. Το JFK είναι ένα αντι-αφήγημα που συνδυάζει τεκμηρίωση, προπαγάνδα και μυθοπλασία. Άλλωστε το παραδέχτηκε και ο ίδιος ο Στόουν: είπε ότι η ταινία είναι ένας αντι-μύθος, μια απάντηση στον μύθο του πορίσματος της Επιτροπής Γουόρεν, που ανέλαβε να τη διαλευκάνει.

Κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας της ταινίας και της συγγραφής του σεναρίου, ο Στόουν προσέλαβε μια ομάδα από ερευνητές που μελέτησαν εκατοντάδες βιβλία (η δολοφονία Κένεντι είναι ένα από τα ιστορικά γεγονότα για το οποίο έχουν γραφτεί χιλιάδες βιβλία), καθώς και όλο το αρχειακό υλικό από τη δικογραφία, την αυτοψία και τα πορίσματα των διάφορων εξεταστικών επιτροπών που συστάθηκαν μετά το 1963. Βασισμένος σε δύο βιβλία –στην αυτοβιογραφία του εισαγγελέα της Νέας Ορλεάνης Τζιμ Γκάρισον και στην έρευνα του Τζιμ Μαρς–, ο Στόουν συγκέντρωσε σε ένα σενάριο κάθε υποψία, καταγγελία, φήμη, σύμπτωση και «τρύπα» των ερευνών, κάθε πτυχή των γεγονότων που θα υποστήριζε την περίπτωση της συνωμοσίας. Στο JFK ο Στόουν υφαίνει τη «μητέρα» όλων των συνωμοσιών, φτιάχνοντας ένα κοκτέιλ παραγόντων και συμφερόντων που προκαλεί τον ιδεολογικό οργασμό κάθε ευσυνείδητου αριστερού: Μαφία, Κουβανοί αντιφρονούντες που θέλουν να ξεφορτωθούν τον Φιντέλ Κάστρο, παρακράτος της Ακροδεξιάς, ο στρατός, οι έμποροι όπλων, η CIA, το FBI, ο ίδιος ο Αντιπρόεδρος Λίντον Τζόνσον.

Ο Στόουν βάζει τον Μάρτιν Σιν (ο οποίος μέσω του ακτιβισμού του, αλλά κυρίως της συμμετοχής του στο Αποκάλυψη Τώρα!, εκπροσωπούσε ήδη τη φιλελεύθερη/ενοχική συνείδηση της Αμερικής) να ανοίξει την ταινία με μια αφήγηση-κατήχηση πολιτικής ιστορίας. Χρησιμοποιεί την αριστουργηματική φωτογραφία του Ρόμπερτ Ρίτσαρντσον και το καταιγιστικό, χειρουργικό μοντάζ των Τζο Χατσινγκ και Πέτρο Σκαλία που κόβει την ανάσα (τόσο η φωτογραφία, όσο και το μοντάζ κέρδισαν Όσκαρ) για να αναμείξει με επιδέξιο, σχεδόν αόρατο τρόπο επίκαιρα (από ΜΜΕ της εποχής), αναπαράσταση γεγονότων (η οποία όμως φιλτράρεται ώστε να φαίνεται ως αυθεντικό υλικό) και μυθοπλασία, θέτοντας τις βάσεις για τεχνικές (όπως το docudrama και το mocumentary) που άνθησαν τις επόμενες τρεις δεκαετίες. Χρησιμοποιεί τους δεύτερους ρόλους (π.χ. την ερευνητική ομάδα του Εισαγγελέα Γκάρισον) και κυρίως τον χαρακτήρα με όνομα Χ (Ντόναλντ Σάδερλαντ) για να προβάλει όλα τα περίεργα ευρήματα, τις συμπτώσεις, τους ισχυρισμούς και τις καταγγελίες, μπλέκοντας πραγματικά περιστατικά (όπως η μυστική Επιχείρηση Μανγκούστα της CIA για την ανατροπή του Κάστρο στην Κούβα) με επιλεκτική, μονόπλευρη παρουσίαση των «άπλυτων» της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ (χωρίς όμως να τα βάζει όλα αυτά σε γεωπολιτικό ή ιστορικό πλαίσιο, και χωρίς να εξετάζει τα πεπραγμένα της Σοβιετικής Ένωσης), με φήμες και θεωρίες συνωμοσίας, προωθώντας μια αρκετά αφελή θεώρηση της ιστορίας.

Ο Γκάρισον/Κόστνερ εκπροσωπεί τον θεατή: στην αρχή έχει άγνοια αλλά και ανάγκη να ρωτήσει και να μάθει, να ανακαλύψει την αλήθεια∙ ακούει τους πάντες να του μεταδίδουν όλες αυτές τις περίεργες πληροφορίες, χωρίς ο ίδιος να εκτίθεται ως προς την ιστορική ακρίβεια των πληροφοριών αυτών (αλλά και χωρίς ποτέ να τις αμφισβητεί ή να εξετάζει τα αντεπιχειρήματα)∙ εντέλει αγανακτεί και αποφασίζει να συγκρουστεί για το καλό της δημοκρατίας. Η ταινία αντιμετωπίζει τον Γκάρισον σαν μάρτυρα της αλήθειας. Ο Κέβιν Κόστνερ (που τότε ήταν η απόλυτη έκφραση του πολιτικά ορθού Αμερικανικού Ονείρου) παραδίδει μονολόγους που θα μπορούσαν να είχαν γραφτεί από τον Λίνκολν ή τους λογογράφους του ίδιου του Κένεντι.

Στο JFK παρατηρούμε μια τεχνική επιχειρηματολογίας/προπαγάνδας που επρόκειτο να γίνει ολοένα και πιο διαδεδομένη, και σήμερα κυριαρχεί στην πολιτική, τη δημοσιογραφία και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης: η ταινία επιλεκτικά παρουσιάζει μόνο εκείνα τα περιστατικά ή τις ενδείξεις που υποστηρίζουν τη «θέση» (thesis) της: ο Κένεντι ήταν ο «καλός» που ήθελε να περιορίσει την CIA, να τερματίσει τον Πόλεμο στο Βιετνάμ και τον Ψυχρό Πόλεμο με την ΕΣΣΔ∙ ο Τζόνσον ήταν ο «κακός» που έκανε ακριβώς τα αντίθετα και ενδεχομένως συμμετείχε στη συνωμοσία-δολοφονία-πραξικόπημα∙ ο Όσβαλντ δεν ήταν ο μόνος δολοφόνος, και ενδεχομένως να μην πυροβόλησε καν.

Εάν κάποιος απομονώσει τους ισχυρισμούς και τα περιστατικά αυτά και τα εξετάσει εξονυχιστικά, είναι πιθανό να βρει άλλες λογικές εξηγήσεις. Για την ακρίβεια, ο εισαγγελέας Βίνσεντ Μπουλιόζι έκανε ακριβώς αυτό. Πέρασε 20 χρόνια εξετάζοντας το υλικό της δολοφονίας Κένεντι, ακολουθώντας ακριβώς τη διαδικασία που θα είχε ακολουθήσει αν ο Όσβαλντ (που δολοφονήθηκε από τον Τζακ Ρούμπι την επομένη της δολοφονίας Κένεντι) προλάβαινε να φτάσει σε δίκη. Ο Μπουλιόζι έγραψε ένα επικών διαστάσεων (1.632 σελ.) βιβλίο, το Reclaiming History: The Assassination of President John F. Kennedy, που θεωρείται η πιο ολοκληρωμένη έρευνα και «τελεσίδικη» απάντηση στις θεωρίες συνωμοσίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το πρόβλημα της «μαγικής σφαίρας» που υποτίθεται προκάλεσε επτά διαφορετικές πληγές (εισόδου/εξόδου) στον Κένεντι και στον Κυβερνήτη του Τέξας Κόναλι και μετά βρέθηκε άθικτη. Για πολλά χρόνια δεν υπήρχε λογική εξήγηση για την πορεία της σφαίρας (όπως παρουσιάζεται και στην ταινία). Ωστόσο, μια ασύλληπτα ακριβής προσομοίωση και αναπαράσταση που έγινε το 2004 για ντοκιμαντέρ της τηλεόρασης έδειξε ότι, εφόσον λάβει υπόψη κάποιος τις μικρές κλίσεις των θέσεων του αυτοκινήτου, η θεωρία της μαγικής σφαίρας έχει βάση.

Μοντάροντας, όμως, όλα αυτά τα περιστατικά μαζί, χωρίς αντεπιχείρημα, χωρίς τον χώρο και τον χρόνο κριτικού διαλόγου, ο αντίκτυπος στον θεατή είναι σαρωτικός. Ουσιαστικά η ταινία εκφράζει τις ελπίδες, τους φόβους και τις ματαιώσεις μιας ολόκληρης γενιάς που μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1960 είδε τα όνειρά της (ελευθεριότητα, αγάπη, ειρήνη) να εκφυλίζονται μέσα από πολέμους, πολιτικές δολοφονίες (Τζον Κένεντι, Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, Ρόμπερτ Κένεντι) και σκάνδαλα όπως το Γουότεργκέιτ.

Ο ίδιος ο Στόουν βίωσε τραυματικά επίπεδα βίας κατά τη διάρκεια του Πολέμου στο Βιετνάμ. Όπως δήλωσε σε πρόσφατη συνέντευξή του στους Sunday Times με αφορμή την έκδοση της αυτοβιογραφίας του (Chasing the Light, Monoray), μισούσε την «ψεύτικη βία» των ταινιών των δεκαετιών τού ’70, ’80 και ’90 (π.χ. τα Ράμπο) και ήθελε να δείξει το πραγματικό της πρόσωπο. Όπως σκωπτικά σημειώνει ο δημοσιογράφος Μπράιαν Απλγιαρντ, ο Στόουν πιστεύει στον «αμερικανικό εξαιρετισμό»: οι περισσότεροι θεωρούν ότι οι ΗΠΑ είναι εξαιρετικά καλή δύναμη∙ ο Στόουν πιστεύει ότι είναι εξαιρετικά κακή. Θεωρεί ότι η μεταπολεμική ιστορία των ΗΠΑ είναι «μια κάθοδος στην παράνοια». Ξαναγράφοντας την ιστορία, ισχυρίζεται ότι η Σοβιετική Ένωση «δεν ήταν η απειλή για την Ευρώπη που εμείς υποκρινόμασταν ότι ήταν» (ας το πει αυτό στους Ούγγρους, τους Τσέχους, τους Πολωνούς και τους Λιθουανούς, για να μην αναφερθούμε στους Ανατολικογερμανούς), ενώ τηρεί ίσες αποστάσεις με την Κίνα τού (σφαγέα των δεκάδων εκατομμυρίων) Μάο.

Όπως διαβάζω τη συνέντευξή του, αναρωτιέμαι: πώς μπορεί ένας άνθρωπος που εκφράζει ακριβώς όσα απεχθάνομαι να έχει φτιάξει κάτι που με επηρέασε τόσο βαθιά;

ΜΕΡΟΣ 2ο: Η αλήθεια (δεν) είναι εκεί έξω

Όπως προανέφερα, το JFK είναι μια πραγματικά πολύ καλή ταινία. «Βρέθηκε» δε στο κατάλληλο μέρος, την κατάλληλη στιγμή: στα τέλη του 1991 και στις αρχές του 1992, με τον Ψυχρό Πόλεμο να έχει τελειώσει και τη Σοβιετική Ένωση να καταρρέει, με τις ΗΠΑ να είναι πλέον η μοναδική υπερδύναμη, υπήρχε πλέον άπλετος ζωτικός χώρος για την καλλιέργεια εναλλακτικών αφηγημάτων: τη δεκαετία του 1990 –τη δεκαετία των X Files και του Drudge Report– απογειώνονται οι θεωρίες συνωμοσίας, το ενδιαφέρον για τους εξωγήινους και τη new age πνευματικότητα, το κυνήγι της διασημότητας με κάθε κόστος (με τα ταμπλόιντ περιοδικά να εγκαταλείπουν πλέον κάθε επίφαση δημοσιογραφικής δεοντολογίας και να κυνηγούν μέχρι θανάτου την Πριγκίπισσα Νταϊάνα∙ παρεμπιπτόντως, τόσο η Νταϊάνα όσο και η δολοφονία JFK είναι ακόμη και σήμερα το βασικότερα θέματα στα εξώφυλλα των πιο κίτρινων φυλλάδων, Globe και National Enquirer). Ο Πιερ-Αντρέ Ταγκιέφ ονομάζει την εποχή αυτή «το μεγάλο παζάρι του εσωτερισμού» (Θεωρίες συνωμοσίας: Εσωτερισμός, εξτρεμισμός, 2010, Εκδόσεις Πόλις, μετάφραση Αναστασία Καραστάθη). Όλα αυτά «ντοπάρονται» με την εμφάνιση του ίντερνετ και των ριάλιτι που ανοίγουν τη δημόσια σφαίρα, καθιστώντας την προσβάσιμη σε όποιον μπορεί να φωνάξει πιο δυνατά και να σοκάρει περισσότερο. Αυτά τα φαινόμενα είναι, βεβαίως, πολυπαραγοντικά και περίπλοκα, αλλά το πολιτισμικό νήμα που τα διατρέχει είναι η νομιμοποίηση της δυσπιστίας – κατά των θεσμών, της mainstream επιστήμης, των ιεραρχιών, των ελίτ.

Τo JFK του Όλιβερ Στόουν ήταν προπομπός μιας ολόκληρης σχολής τεκμηρίωσης και πολεμικής ρητορικής η οποία ανέδειξε σκηνοθέτες όπως ο Μάικλ Μουρ και ο Άνταμ Κέρτις. Το πρόβλημα με τα ντοκιμαντέρ τους δεν είναι ότι δεν έχουν λογική βάση ή στοιχεία αλήθειας ή ότι δεν καταπιάνονται με πραγματικά κοινωνικά φαινόμενα – ο Μουρ έφερε στο φως σημαντικά προβλήματα του συστήματος υγείας στις ΗΠΑ, ενώ η σκέψη του Κέρτις έχει ενδιαφέρον. Το πρόβλημα είναι ότι, αντί να εντοπίζουν προβλήματα, να θέτουν ερωτήσεις και να εξετάζουν όλες τις οπτικές γωνίες, παρουσιάζουν μόνο τη μία πλευρά, μπλέκουν πραγματικά γεγονότα με αστήριχτους ισχυρισμούς, και δίνουν έτοιμες απαντήσεις σχεδιασμένες με τέτοιο τρόπο ώστε να «φορτώσουν» συναισθηματικά τον θεατή. Αντί να θέτουν δύσκολα ηθικά διλήμματα και να εξανθρωπίζουν όλους τους δρώντες (όπως π.χ. κάνει ο Άντριου Τζαρέσκι στο Capturing the Friedmans), δημιουργούν μανιχαϊστικές αντιλήψεις για καλούς και κακούς τροφοδοτώντας την πολιτική πόλωση και τον εξτρεμισμό.

Είναι ενδιαφέρον ότι αυτή η απομάκρυνση από τις αρχές της λογικής και επιστημονικής μεθόδου και της κριτικής αντιπαράθεσης επιχειρημάτων δεν ακολουθεί κομματικές γραμμές, αλλά εμφανίζεται και στα δύο άκρα του πολιτικού συστήματος. [Για όσους έχουν ξεχάσει ή επιθυμήσει τα πολιτικά ντοκιμαντέρ που συνδυάζουν κλινική αντικειμενικότητα, ερευνητική δημοσιογραφία και συναρπαστική αφήγηση, συνιστώ την πρώτη σεζόν του podcast Fiasco για την περιβόητη εκλογική αναμέτρηση Μπους εναντίον Γκορ το 2000, η έκβαση της οποίας κατέληξε στο Ανώτατο Δικαστήριο].

Αυτό, λοιπόν, είναι το οικοσύστημα μέσα στο οποίο εμφανίστηκε το Loose Change – μια σειρά ταινιών που προώθησαν θεωρίες συνωμοσίας σχετικά με τις επιθέσεις στους Δίδυμους Πύργους της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, κατακτώντας την προσοχή και τις πεποιθήσεις ενός ευρέως κοινού (και πολλών εκ των φοιτητών μου). Και αυτό είναι το οικοσύστημα στο οποίο τώρα αναδύεται το QAnon – που δεν είναι απλώς η σημαντικότερη και πιο επικίνδυνη θεωρία συνωμοσίας (μετά τα αποδεδειγμένως κατασκευασμένα Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών που συνετέλεσαν στο Ολοκαύτωμα), αλλά πλέον και ένα μαζικό κίνημα-θρησκεία που θα το βρούμε σίγουρα μπροστά μας σύντομα.

Οι υποστηρικτές-ακόλουθοι του QAnon (Q είναι το όνομα ενός, μέχρι στιγμής, άγνωστου οδηγητή-προφήτη που εμφανίζεται μέσα από ανώνυμα μέσα κοινωνικής δικτύωσης) –και εδώ απλοποιώ πολύ για χάρη συντομίας– πιστεύουν ότι τον κόσμο κυβερνά μια διεφθαρμένη μυστική οργάνωση στην οποία ηγετικό ρόλο έχουν η Χίλαρι Κλίντον και ο Τζορτζ Σόρος (!), που παράλληλα διατηρούν δίκτυο παιδεραστίας (!!) σε πιτσαρίες (!!!) των ΗΠΑ (το γνωστό ως Pizzagate που «έπαιξε» στις προεδρικές εκλογές του 2016) και ταυτόχρονα πιστεύουν ότι ο Ντόναλντ Τραμπ είναι ο μόνος που μάχεται για τη σωτηρία του κόσμου. Το QAnon, με εκατοντάδες χιλιάδες πιστούς/ακολούθους και μια ολόκληρη (και κερδοφόρα) βιομηχανία προώθησης, εμφανίζεται τη στιγμή που η αλήθεια, ως αξία και ως έννοια, έχει περάσει τα όρια της σχετικοποίησης και είναι ήδη στα πρόθυρα του οριστικού αφανισμού.

Οι θεωρίες συνωμοσίας μάς βοηθούν να διαχειριστούμε καταστάσεις και φαινόμενα που είτε δεν έχουν λογική εξήγηση, είτε η κλίμακα της αιτίας δεν αντιστοιχεί στην κλίμακα του φαινομένου, παρέχοντάς μας ένα είδος «κάθαρσης». Οι απλές εξηγήσεις δεν μας ικανοποιούν, και μάλιστα μπορεί να μας κάνουν να νιώσουμε υπαρξιακή απειλή. Στην περίπτωση του Κένεντι, π.χ., αν ένα άτομο σαν τον Όσβαλντ μπορεί, από μόνο του, μέσα σε έξι δευτερόλεπτα, να αλλάξει την τροχιά της παγκόσμιας ιστορίας, τότε ουσιαστικά κανείς μας δεν μπορεί να είναι ποτέ ασφαλής∙ ζούμε μέσα σε ένα επιστημολογικό κενό (δεν μπορούμε να προβλέψουμε τίποτα με σιγουριά) και έτσι νιώθουμε ότι απειλείται η ουσία της ύπαρξής μας.

Επιπλέον, σε αντίθεση με τις θεσμικές θεωρίες, οι θεωρίες συνωμοσίας τείνουν να επικεντρώνονται στον ρόλο τον προσώπων –των συγκεκριμένων, δηλαδή, προσωπικοτήτων–, σε αντίθεση με τους θεσμούς ή ευρύτερες, δομικές δυνάμεις σε μια κοινωνία ή πολιτικό σύστημα:

Εφόσον τα πρόσωπα έχουν τόση σημασία στις θεωρίες συνωμοσίας, το ενδιαφέρον επικεντρώνεται κυρίως σε εκείνο που κάποιος είπε σε κάποιον άλλο, στο αν μια τηλεφωνική συνομιλία εμπλέκει τον τάδε και τον δείνα, στην αξιοπιστία του ενός ή του άλλου μάρτυρα, και στο ποιος ήξερε τι και πότε. Η καψυποψία περισσεύει. Ο συνωμοσιολόγος, πριν καλά-καλά συμβεί κάτι, ήδη υποπτεύεται μια θεωρία συνωμοσίας. [...] Μια θεσμική θεωρία δίνει έμφαση στους ρόλους, στα κίνητρα, και στις υπόλοιπες δυναμικές των θεσμών που προάγουν ή επιβάλλουν σημαντικές εξελίξεις και, κυρίως, έχουν παρεμφερή αποτελέσματα κατ’ επανάληψη. Βεβαίως οι θεωρητικοί των θεσμών παρατηρούν τις ατομικές ενέργειες, όμως δεν τις εξυψώνουν ως πρωταρχικές αιτίες. Η ουσία μιας θεσμικής ερμηνείας είναι να προχωρήσει πέρα από τους άμεσους προσωπικούς παράγοντες στις θεμελιώδεις θεσμικές συντεταγμένες. Ο στόχος είναι να μάθουμε κάτι για την κοινωνία ή την ιστορία σε αντιδιαστολή με το να μάθουμε για συγκεκριμένους, ένοχους δράστες. Αν οι συγκεκριμένοι άνθρωποι δεν βρίσκονταν εκεί για να τα πράξουν, κατά πάσα πιθανότητα κάποιος άλλος θα βρισκόταν [Stephen Shalom & Michael Albert (2004), Θεωρίες Συνωμοσίας ή Θεσμικές Θεωρίες: Μετά την 11η Σεπτεμβρίου, Εκδόσεις Futura, σσ. 12-13].

Η διάδοση θεωριών συνωμοσίας είναι πολύ πιο εύκολη σε κοινωνίες που βιώνουν περιόδους ακραίας ανισότητας, λιτότητας, καταπίεσης ή άλλων δομικών ή πολιτισμικών παθογενειών. Η υιοθέτηση των θεωριών διευκολύνει τη μεταβίβαση της ευθύνης από το «εμείς» (δηλαδή τους πολίτες, και ειδικά τον κάθε έναν από εμάς ατομικά) σε «αυτούς» (δηλαδή κάποιες διεφθαρμένες ελίτ), που είναι άλλωστε και η ιδεολογική και συναισθηματική βάση του λαϊκισμού.

Ωστόσο, πρέπει εδώ να σημειώσουμε και τον αντίλογο σε όλα αυτά: τα άτομα και οι προσωπικότητες όντως παίζουν σημαντικό ρόλο στην ιστορία, και πολλά φαινόμενα ή ζυμώσεις έχουν επιταχυνθεί ή αποτραπεί εξαιτίας συγκεκριμένων ατόμων ή ομάδων∙ κάποια περιστατικά οφείλονται όντως σε συνωμοσίες∙ δεν έχουν όλες οι θεωρίες συνωμοσίας το ίδιο βάρος (ή έλλειψη βάρους)∙ το να «γκρουπάρουμε» τη δολοφονία του Κένεντι ή του Πάλμε, και τις άπειρες τρύπες στις διαδικασίες διαλεύκανσής τους, με το κίνημα της Επίπεδης Γης ή του αντιεμβολιασμού ή του QAnon, και να αντιμετωπίζουμε κάθε πιθανή θεωρία συνωμοσίας ως αποκύημα της φαντασίας (ή του συμφέροντος) κάποιων ψυχοπαθών, λέει περισσότερα για τη δική μας αφέλεια ή ανάγκη πίστης σε καθαρές εξηγήσεις, παρά για τη δική τους.

Το βασικότερο όμως ερώτημα είναι αυτό: πώς μπορεί το παρελθόν να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε το παρόν και να δούμε το μέλλον; Και τι μας λέει μια θεωρία συνωμοσίας, ή ένα φαινόμενο που δημιουργεί πρόσφορες συνθήκες για τέτοιες θεωρίες, για τη δεδομένη στιγμή στην οποία ζούμε; Ένα σύντομο παράδειγμα: στο εκτενές και εξαιρετικό ρεπορτάζ του Atlantic για το QAnon, μία φράση ξεχωρίζει∙ μια φράση που τα λέει όλα για την εποχή μας∙ μια φράση που είπε η μητέρα ενός καθηγητή πολιτικής επιστήμης στο Πανεπιστήμιο του Μαϊάμι. Ο καθηγητής μελετάει επιστημονικά τις θεωρίες συνωμοσίας, ενώ (τραγική ειρωνεία) η καθ’ όλα άξια μητέρα του πιστεύει φανατικά στο QAnon: «Όσο μεγάλωνα, τόσο χειροτέρευαν τα πράγματα. [Ο ανώνυμος ηγέτης] Q μάς δίνει ελπίδα. Και αυτό είναι καλό — το να έχεις ελπίδα».

Οι θεωρίες συνωμοσίας είναι ευκολότερο να υιοθετηθούν σε κουλτούρες όπου το πολιτικό και οικονομικό σύστημα έχει τόσα ταξικά ή άλλα στεγανά (π.χ. βασίζεται στην οικογενειοκρατία ή το ρουσφέτι ή την καλή εκπαίδευση) ώστε πολλοί άνθρωποι να μην έχουν καμία προσωπική επαφή ή γνωριμία με τις ελίτ ή με το «σύστημα» για να είναι σε θέση να εξανθρωπίσουν όσους δουλεύουν σε αυτό∙ πολυ περισσότερο καμία ρεαλιστική ελπίδα και άρα ενδιαφέρον να γίνουν οι ίδιοι μέρος αυτού. Ως αποτέλεσμα, οι έχοντες την εξουσία καταλήγουν να είναι ένα καρικατουρίστικο «Άλλο».

Για όσους δεν γεννήθηκαν σε «τζάκι» ή δεν πήγαν σε ιδιωτικό σχολείο, τα έργα λαϊκής/μαζικής κουλτούρας –όπως το JFK ή το μιούζικαλ Χάμιλτον– είναι πολύτιμα ως σημεία εισόδου στην πολιτική, την ιστορία και τη δημοσιογραφία. Αρκεί, βέβαια, το ενδιαφέρον, η γνώση και η τριβή με το αντικείμενο να μην εξαντλούνται σε αυτά, αλλά να αναπτύσσουν την κριτική σκέψη — τον μιντιακό και ειδησεογραφικό εγγραμματισμό (media and news literacy). Πρέπει να μπορούμε να ξεχωρίζουμε το ιστορικό γεγονός από την αναπάντητη ερώτηση, τον ισχυρισμό, το επιχείρημα, τη μυθοπλασία∙ και να βλέπουμε ένα τεχνούργημα –είτε αυτό είναι τούτο εδώ το κείμενο, είτε μια ταινία– με ανοιχτό μυαλό και με κριτική στάση, ώστε να βρίσκουμε τα προτερήματα και τις αδυναμίες του. Το διακύβευμα είναι η ελευθερία μας.

* * *

[*] Ο αντίκτυπος της ταινίας ήταν τέτοιος ώστε να δημιουργηθεί ένα κίνημα υπέρ της δημοσιοποίησης των απορρήτων αρχείων που οδήγησε σε σχετικό νόμο το 1992 (JFK Records Act). Ο νόμος βοήθησε στη συγκέντρωση και συστέγαση όλων των αρχείων και στον σταδιακό αποχαρακτηρισμό τους μέχρι το 2017, εκτός εάν ο Πρόεδρος θεωρήσει ότι η δημοσιοποίησή τους θα προκαλούσε ζημιά στην άμυνα, τις εξωτερικές σχέσεις ή τις επιχειρήσεις πληροφοριών της χώρας. Πριν τις εκλογές του 2016, ο Ντόναλντ Τραμπ είχε υποσχεθεί ότι, αν εκλεγεί πρόεδρος, θα αποχαρακτηρίσει όλα τα εναπομείναντα αρχεία. Το 2018 άνοιξαν 19.045 επιπλέον αρχεία από αυτά που ήταν σφραγισμένα για δεκαετίες. Ωστόσο, υπάρχει ακόμα ένας άγνωστος αριθμός αρχείων (πιθανολογείται γύρω στις 20.000, δηλαδή εκατοντάδες χιλιάδες σελίδες) που ακόμη και ο Τραμπ αρνήθηκε να δώσει στη δημοσιότητα. Η επόμενη προθεσμία είναι το 2021.