ΗΠΑ: Κρίσιμες αποφάσεις

P
Νικόλας Μολφέτας

ΗΠΑ: Κρίσιμες αποφάσεις

Η πολιτική ζωή των ΗΠΑ χωρίς την καθημερινή παρουσία του Τραμπ έχει αναμφισβήτητα χάσει τον παράγοντα των συνεχών (και συνήθως δυσάρεστων) εκπλήξεων, των εξωφρενικών πρωτοσέλιδων, των καυστικών γελοιογραφιών, και όλων των άλλων χαρακτηριστικών της τελευταίας τετραετίας. Κινδυνεύουμε έτσι να πιστέψουμε ότι «επιστρέψαμε στην ομαλότητα» και ότι τίποτε συγκλονιστικό δεν συμβαίνει, πέρα από τα γνωστά, βαρετά και τετριμμένα της πολιτικής: νομοσχέδια, προεδρικά διατάγματα, στατιστικές. Μέχρι να φτάσουμε στις επόμενες εκλογές και να μας ξαναπιάσει η αγωνία: «Μα γιατί έχουν τόση δύναμη οι παράλογοι και οι αντισυστημικοί;» Ας ταράξουμε λοιπόν από τώρα τα λιμνάζοντα νερά, καταρρίπτοντας δύο βασικές παραδοχές που κάνουν οι περισσότεροι από τότε που ξεκαθάρισε το αποτέλεσμα τον εκλογών:

1. Ο Τζο Μπάιντεν δεν έχει μπροστά του μια τετραετία για να δείξει κυβερνητικό έργο. Έχει το πολύ ενάμιση χρόνο.

2. Οι Δημοκρατικοί δεν έχουν την απαραίτητη πλειοψηφία στο Κογκρέσο για να περνούν τα νομοσχέδιά τους. Υπολείπονται τουλάχιστον δέκα ψήφων στη Γερουσία και θα μπορέσουν να περάσουν το πολύ άλλο ένα σημαντικό νομοσχέδιο από τώρα μέχρι τις επόμενες εκλογές, εκτός αν προχωρήσουν στη ριζοσπαστική κίνηση της κατάργησης του filibuster.

Α΄. Ο περιορισμένος χρόνος μέχρι τις επόμενες εκλογές

Η αχίλλειος πτέρνα των περισσότερων πρόσφατων Προέδρων (Τραμπ, Ομπάμα, Κλίντον) ήταν η απώλεια της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας στις πρώτες «ενδιάμεσες εκλογές» (midterms), δύο χρόνια μετά τη δική τους εκλογή. Με δεδομένη την κομματική πόλωση που κυριαρχεί στο πολιτικό σκηνικό, αλλά και την οριακή ισορροπία στη Βουλή σήμερα (222-213), είναι δεδομένο ότι, αν οι Ρεπουμπλικανοί κερδίσουν τις απαραίτητες 5 έδρες τον Νοέμβριο του 2022, θα μπλοκάρουν οτιδήποτε προσπαθήσουν να κάνουν ο Μπάιντεν και οι Δημοκρατικοί στη συνέχεια. Άρα το περιθώριο που απομένει από σήμερα είναι περίπου ενάμισης χρόνος, δηλαδή μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2022, όταν θα έχει παγιωθεί η εικόνα των ψηφοφόρων για την κυβέρνηση και θα ξεκινήσει η προεκλογική εκστρατεία για τις εκλογές του Νοεμβρίου.

Ο Μπάιντεν φαίνεται να το γνωρίζει πολύ καλά αυτό και ξεκίνησε πολύ δυναμικά την Προεδρία του. Καταρχάς, έχει εκδώσει ήδη πάνω από 30 εκτελεστικά διατάγματα (τα οποία δε χρειάζονται την έγκριση του Κογκρέσου), υπερδιπλάσια από ό,τι ο Τραμπ και ο Ομπάμα στην αντίστοιχη στιγμή της Προεδρίας τους. Τα περισσότερα αφορούν τη διαχείριση της πανδημίας, ενώ πολλά αναιρούν αντίστοιχα διατάγματα του Τραμπ (π.χ., αποχώρηση από τη Συνθήκη του Παρισιού για την κλιματική αλλαγή, αποχώρηση από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, ανέγερση του διαβόητου τείχους στα σύνορα με το Μεξικό).

Το σημαντικότερο επίτευγμά του όμως ήταν η πρόσφατη ψήφιση του πακέτου 1,9 τρισ. δολαρίων για την ενίσχυση της οικονομίας και ειδικά των ασθενέστερων. Παρόλο που ένα τμήμα του αφορά άμεσα τη διαχείριση της πανδημίας και των επιπτώσεών της (π.χ., επίδομα 1.400 δολαρίων, κονδύλια για περισσότερα τεστ, επίδομα ανεργίας, βοήθεια σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις κλπ.), είναι ουσιαστικά ένα πολύ φιλόδοξο σχέδιο επιστροφής στον ενεργό ρόλο της κυβέρνησης στην οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνική πρόνοια. Είναι το μοντέλο που είχε κυριαρχήσει στην πολιτική και των δύο κομμάτων από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’70, αλλά αποτελούσε ανάθεμα από την Προεδρία Ρέιγκαν και μετά. Είναι αξιοσημείωτο επίσης ότι το νομοσχέδιο στηρίζεται από 3 στους 4 Αμερικανούς (συμπεριλαμβανομένων και των μισών Ρεπουμπλικανών), αλλά ψηφίστηκε και στα δύο σώματα του Κογκρέσου αποκλειστικά και μόνο από τους Δημοκρατικούς. Μια αρχική προσπάθεια προσέγγισης από 10 Ρεπουμπλικανούς γερουσιαστές, οι οποίοι αντιπρότειναν πακέτο 0,6 τρισ., έπεσε στο κενό.

Ο Μπάιντεν δείχνει εδώ να έχει κατανοήσει πλήρως το πικρό μάθημα της διακυβέρνησης Ομπάμα, ο οποίος είχε αντιμετωπίσει με διστακτικά βήματα την οικονομική κρίση του 2008 και έδωσε αρχικά μεγάλο βάρος στην (τελικά αδιέξοδη) οικοδόμηση συναινετικού κλίματος με την αντιπολίτευση. Έτσι, η ανάκαμψη του 2009-2010 δεν ήταν ούτε αρκετά γρήγορη ούτε πλήρης, κάτι που δεν κόστισε μόνο στους Δημοκρατικούς την κοινοβουλευτική πλειοψηφία στις ενδιάμεσες εκλογές του 2010, αλλά επηρέασε δραστικά στη συνέχεια και τις πολιτικές ισορροπίες στην εκλογική βάση του κόμματος, συμβάλλοντας εν μέρει και στην ήττα του 2016. Η τωρινή αποφασιστική δράση, λοιπόν, δείχνει ξεκάθαρα μία προσπάθεια αποφυγής του ίδιου μοιραίου λάθους, παρόλο που ενέχει τον κίνδυνο υπερθέρμανσης της οικονομίας.

Β΄. Filibuster

Και πάμε τώρα στο δεύτερο θέμα. Οι Δημοκρατικοί μπορεί να έχουν 50 από τις 100 έδρες στη Γερουσία, συν την ψήφο της Αντιπροέδρου Κάμαλα Χάρις, αλλά δεν έχουν τις 60 ψήφους που χρειάζονται για να ξεπεράσουν το διαδικαστικό σκόπελο του filibuster. Αυτό σημαίνει ότι πρακτικά οι Ρεπουμπλικανοί μπορούν να μπλοκάρουν οποιοδήποτε νομοσχέδιο — και όλα δείχνουν ότι έχουν κάθε πρόθεση να το κάνουν. Γι’ αυτό και το πακέτο των 1,9 τρισ. δολαρίων προωθήθηκε μέσω της ειδικής διαδικασίας του κρατικού προϋπολογισμού (budget reconciliation), η οποία δεν υπόκειται στους περιορισμούς του filibuster. Δυστυχώς αυτό μπορεί να γίνει μόνο μία φορά σε κάθε οικονομικό έτος και αφορά μόνο νομοσχέδια οικονομικού περιεχομένου.

Τι είναι λοιπόν το περιβόητο filibuster; Εν συντομία, είναι η δυνατότητα που έχουν οι γερουσιαστές της μειοψηφίας να μπλοκάρουν την ψήφιση ενός νομοσχεδίου μέσω της παράτασης της συζήτησης επ’ άπειρον. Όσο υπάρχουν ομιλητές που συνεχίζουν τη συζήτηση, δεν προχωρά η διαδικασία στην ψηφοφορία επί του νομοσχεδίου, άρα δεν έχει σημασία αν η άλλη πλευρά έχει θεωρητικά αρκετές ψήφους για να το εγκρίνει. Για να διακοπεί αυτή η ατέρμονη συζήτηση πρέπει να γίνει το λεγόμενο «cloture vote», όπου χρειάζονται 60 ψήφοι, όχι 50. Άρα ένα κόμμα που δεν έχει 60 από τους 100 γερουσιαστές είναι μονίμως όμηρος της μειοψηφίας.

Σε αντίθεση με κάποιες διαδεδομένες παρανοήσεις, ο κανόνας αυτός δεν ήταν κάποια σοφή πρόνοια των ιδρυτών-πατέρων της Αμερικανικής Δημοκρατίας, με σκοπό την επίτευξη ευρύτερης συναίνεσης, ή για να εμποδιστεί κάποια «τυραννία της πλειοψηφίας». Προέκυψε απλά λόγω της έλλειψης ενός θεσμοθετημένου ορίου για τη διάρκεια της συζήτησης. Αρχικά η χρήση του ήταν τόσο σπάνια, που για τα πρώτα 128 χρόνια της λειτουργία της Γερουσίας (1789-1917) δεν είχε προβλεφθεί το αντίμετρο του cloture vote, καθώς δεν είχε κριθεί απαραίτητο. 'Ύστερα όμως από κάποιες αλλαγές στους κανονισμούς τη δεκαετία του 1970, το filibuster άρχισε να χρησιμοποιείται και από τα δύο κόμματα όλο και περισσότερο, με αποκορύφωμα την τελευταία εικοσαετία.

Το ειρωνικό σε όλα αυτά είναι ότι οι διαδικαστικοί κανόνες της Γερουσίας μπορούν θεωρητικά να αλλάξουν οποιαδήποτε στιγμή με μια απλή απόφαση της πλειοψηφίας των 50! Παρόλο όμως που και τα δύο κόμματα ψαλίδισαν σταδιακά τη δύναμη του filibuster την τελευταία δεκαετία, τουλάχιστον όσον αφορά τον διορισμό υπουργών και δικαστικών, δεν έχουν τολμήσει να προχωρήσουν στην πλήρη κατάργησή του, καθώς θέλουν να το έχουν διαθέσιμο ως όπλο όταν θα βρίσκονται στη μειοψηφία. Τώρα πάντως φαίνεται ότι έχουμε φτάσει σε αδιέξοδο, αφού η έγκριση νομοσχεδίων και ψηφισμάτων στη Γερουσία έχει πέσει από 711 το χρόνο για τη δεκαετία 1961-1970 σε μόλις 196 το χρόνο για το διάστημα 2011-2020. Παράλληλα, η επίκληση του cloture για να διακοπεί το filibuster στις ίδιες περιόδους αυξήθηκε από 3 φορές το χρόνο σε 96! (Στοιχεία του Brennan Center for Justice at New York University Law School.)

Γ΄. Voting Rights Act

Η ανάγκη για την κατάργηση (ή έστω για δραστικό περιορισμό) του filibuster θα γίνει επιτακτική στο αμέσως επόμενο διάστημα, όταν οι Δημοκρατικοί θα προσπαθήσουν να περάσουν από τη Γερουσία το Voting Rights Act, που έχει ήδη ψηφιστεί από τη Βουλή. Πρόκειται για ένα νομοσχέδιο θεμελιώδους σημασίας για τη δημοκρατική πορεία της χώρας, καθώς έχει σκοπό να επαναφέρει κάποιον έλεγχο της ομοσπονδιακής κυβέρνησης στην εκλογική διαδικασία. Παρόλο που την ευθύνη διεξαγωγής των εκλογών την έχουν οι Πολιτείες, υπήρχαν στο παρελθόν κάποιοι περιορισμοί από το Voting Rights Act του 1965, ειδικά για τις Πολιτείες που είχαν ιστορικό καταπίεσης του εκλογικού δικαιώματος των μειονοτήτων. Ο νόμος αυτός είχε ανανεωθεί πολλές φορές από το Κογκρέσο (πιο πρόσφατα το 2006), αλλά το 2013 η ισχύς του περιορίστηκε σημαντικά από μια απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, που έκρινε ότι στηρίζεται σε παρωχημένα δεδομένα και παραβιάζει την αρχή της ανεξαρτησίας των Πολιτειών.

Από το 2013 και μετά λοιπόν, αρκετές Πολιτείες έχουν θεσπίσει μία σειρά νόμων που είτε διαστρεβλώνουν το εκλογικό αποτέλεσμα μέσω στοχευμένης χάραξης των εκλογικών περιφερειών («gerrymandering»), είτε βάζουν εμπόδια στην άσκηση του εκλογικού δικαιώματος (π.χ., μείωση των εκλογικών κέντρων σε περιοχές μειονοτήτων, περιορισμοί στο δικαίωμα της επιστολικής ψήφου κλπ.). Ένα χαρακτηριστικό πρόσφατο παράδειγμα είναι το νομοσχέδιο στην Τζόρτζια με το οποίο θα απαγορευτεί η λειτουργία των εκλογικών κέντρων τις Κυριακές! Πέρα από το προφανές, ότι η Κυριακή είναι η πιο βολική ημέρα για να ψηφίσει όποιος εργάζεται τις καθημερινές, είναι επίσης και η ημέρα που ψηφίζουν κατεξοχήν οι Αφροαμερικανοί, καθώς οργανώνονται μέσω των εκκλησιών τους και πηγαίνουν αμέσως μετά τη Λειτουργία. Το υψηλό ποσοστό συμμετοχής των Αφροαμερικανών της Τζόρτζια στις τελευταίες εκλογές ήταν αποφασιστικός παράγοντας για την νίκη του Μπάιντεν, αλλά και για την κατάκτηση δύο κρίσιμων εδρών στη Γερουσία από τους Δημοκρατικούς.

* * *

Ο Μπάιντεν έχει λοιπόν μπροστά του μια σημαντική απόφαση σχετικά με το μέλλον του filibuster, η οποία μάλιστα έρχεται σε αντίθεση με τον προσωπικό του σεβασμό προς τις παραδόσεις της Γερουσίας, της οποίας ήταν μέλος επί 36 χρόνια. Έρχεται επίσης σε αντίθεση με τις απόψεις και τα συμφέροντα κάποιων γερουσιαστών των Δημοκρατικών από συντηρητικές Πολιτείες, οι οποίοι θα είναι δύσκολο να πεισθούν να συμβιβαστούν. Αν όμως ο Μπάιντεν δείξει και σε αυτό το θέμα την αποφασιστικότητα που είδαμε τις προηγούμενες εβδομάδες, θα έχει κάνει ένα τεράστιο βήμα για τη θωράκιση της χώρας από τις δυνάμεις του λαϊκισμού, του απολυταρχισμού και του ρατσισμού που έκαναν τους σκοπούς τους ξεκάθαρους πριν από δύο μήνες στο Καπιτώλιο.