Ελλάς, Σερβία, Κροατία

D
Γιάννης Δημητρόπουλος

Ελλάς, Σερβία, Κροατία

Ο Βασίλειος Β΄, μετά την επικράτησή του εναντίον των Βουλγάρων και μέχρι τον θάνατό του το 1025, κυριάρχησε στα Βαλκάνια. Μετά από αυτή την εξέλιξη, όπως είδαμε σε παλιότερο κείμενο, οι Σέρβοι και οι Κροάτες μετατράπηκαν για λίγο από αντίπαλοι σε συμμάχους του κραταιού Βυζαντινού αυτοκράτορα — στο «ανατολικό ρωμαϊκό» κράτος που αποκτούσε όλο και εντονότερο ελληνικό χαρακτήρα. Εννέα αιώνες αργότερα, ένα ακόμη ελληνικό «μοναρχικό» προβάδισμα —αυτό της ίδρυσης του νεοελληνικού βασιλείου δεκαετίες πριν την ανεξαρτητοποίηση άλλων χριστιανικών κρατών στα Βαλκάνια— συνέβαλε σε μια ακόμη συμπτωματική «προσέγγιση» των δύο ισχυρότερων (και σφόδρα ανταγωνιστικών μεταξύ τους) εθνοτήτων τής τότε Γιουγκοσλαβίας.

Οι συγγένειες μεταξύ «γαλαζοαίματων» δυναστειών μόνο άγνωστες δεν είναι στην Ευρώπη. Ωστόσο, η συνάντηση της νεοελληνικής βασιλικής οικογένειας με την Κροατία και τη Σερβία έχει την ενδιαφέρουσα ιδιαιτερότητα ότι συνέβη στα χρόνια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου: μια περίοδο κατά την οποία οι σχέσεις των «οίκων» δοκιμάστηκαν και πάλι (όπως και στον Α΄) από τις ευρύτερες και καταιγιστικές αντιπαλότητες.

Ο πρίγκιπας Αϊμόνε, εξάδελφος του Ιταλού μονάρχη Βιτόριο Εμανουέλε Γ΄, ίσως να μην πήρε το όνομά του από τον μυθολογικό Αίμονα, καθώς η πιθανότερη καταγωγή αυτού του ονόματος θεωρείται γερμανική (από το Ηeim, πατρίδα), «συμπεθέρεψε» όμως με την Ελλάδα το 1939 που παντρεύτηκε την Ειρήνη, κόρη του Κωνσταντίνου Α΄ — ή ΙΒ΄ στην αρίθμηση που συνυπολογίζει και τους Βυζαντινούς μονάρχες. Ο πόλεμος που ξέσπασε λίγο μετά τον γάμο έμελλε να τον συνδέσει με τα Βαλκάνια με έναν ακόμη τρόπο, που θα δούμε παρακάτω.

Την ίδια χρονιά, ο ανήλικος Σέρβος βασιλιάς Πέτρος Β΄ της Γιουγκοσλαβίας παρακολουθούσε τον θείο του Παύλο, που διοικούσε τη χώρα ως αντιβασιλέας-δικτάτορας, να παραχωρεί στους Κροάτες το πρόπλασμα του μελλοντικού τους κράτους. Υπερβαίνοντας τις έως τότε γεωγραφικά και όχι πρωτίστως εθνολογικά καθορισμένες επαρχίες ή μπανοβίνες (στις οποίες συμπεριλαμβανόταν και η περίφημη Βαρντάρσκα, προπολεμικό όνομα της σημερινής Βόρειας Μακεδονίας), η νέα επαρχία έδινε στο Ζάγκρεμπ έλεγχο σε όλη τη σημερινή Κροατία (πλην της Ιστρίας και της Ζάρας/Ζάνταρ, που ανήκαν στην Ιταλία) καθώς και σε μέρη της Βοσνίας συμπεριλαμβανομένης της καθολικής Ερζεγοβίνης.

Με την επαπειλούμενη κάθοδο των Γερμανών στα Βαλκάνια το 1941, ο Παύλος υπέγραψε την εισδοχή της Γιουγκοσλαβίας στον Άξονα. Η υπογραφή έγινε στο Μπελβεντέρε της Βιέννης, κατά σύμπτωση ανήμερα της ελληνικής εθνικής εορτής (25 Μαρτίου), παρουσία μεταξύ άλλων και του αμήχανου πρέσβη της Γιουγκοσλαβίας στη Γερμανία: του λογοτέχνη Ίβο Άντριτς. Στο πραξικόπημα που ακολούθησε στο Βελιγράδι, μετά από εξέγερση αγανακτισμένων Σέρβων (που μεταξύ πολλών άλλων διαπίστωσαν ότι ο Χίτλερ αθέτησε υποσχέσεις του για έξοδο της Γιουγκοσλαβίας στο Αιγαίο), ο Παύλος ανατράπηκε, ο Πέτρος ανακηρύχθηκε ενήλικας —παρότι δεν είχε κλείσει τα 21— και τοποθετήθηκε βασιλιάς.

Η ουσιαστική εξουσία του Πέτρου κράτησε για τις λίγες ημέρες που μεσολάβησαν έως τη γερμανική κατάκτηση, ενώ τυπικά διατήρησε τον θρόνο έως την έλευση του κομουνισμού, το 1945. Στη διάρκεια της αυτοεξορίας του στο Λονδίνο, το 1944, παντρεύτηκε. Η γυναίκα του ήταν και αυτή Ελληνίδα πριγκίπισσα: η Αλεξάνδρα, κόρη του άτυχου Αλεξάνδρου — άρα εγγονή του Κωνσταντίνου, και ανιψιά της Ειρήνης και του Αϊμόνε.

Στο μεταξύ, ο εν λόγω Ιταλός πρίγκιπας κλήθηκε από τον Βιτόριο Εμανουέλε να αναλάβει μια ιδιαίτερη αποστολή στη Γιουγκοσλαβία. Με την ανακήρυξη στην Κροατία «ανεξάρτητου κράτους» το 1941, στην έναρξη της διττής γερμανοϊταλικής επιρροής, ο Αϊμόνε τοποθετήθηκε βασιλιάς της χώρας, παίρνοντας μάλιστα το όνομα του πρώτου ιστορικού βασιλιά (εστεμμένου το 904 μ.Χ.). Ο «Τόμισλαβ Β΄» επρόκειτο να λάβει το στέμμα στο Ντούβνο της Ερζεγοβίνης, που είχε ήδη μετονομαστεί στο σημερινό Τόμισλαβγκραντ. Ωστόσο, δεν πάτησε ποτέ στη χώρα, πιθανότατα επειδή δεν ήταν σίγουρος για το λαϊκό του έρεισμα. Οι κακές γλώσσες λένε ότι η διοίκηση δεν ήταν στα ενδιαφέροντα του αθλητικού και «καλοπερασάκια» γαλαζοαίματου. Οι «καλές γλώσσες», πάλι, λένε ότι αντιτέθηκε στην προσάρτηση μεγάλου μέρους της Δαλματίας στην Ιταλία του 1941-43, θεωρώντας λάθος τη σχετική συμφωνία τού κατά τα άλλα «εθνικιστή πατριώτη» εξ Ερζεγοβίνης, Άντε Πάβελιτς, πογκλάβνικ (ηγέτη) του κροατικού καθεστώτος.

Η ιταλική συνθηκολόγηση και κατόπιν η λήξη του πολέμου στέρησε και από τον «Κροάτη βασιλιά» το στέμμα του. Καθώς όμως συμβολικά οι τίτλοι παρέμειναν, μπορούμε να πούμε —για όση μικρή αξία έχει αυτό— ότι από το 1944 (γάμος Πέτρου-Αλεξάνδρας) μέχρι το 1948 (θάνατος Αϊμόνε/Τόμισλαβ στο Μπουένος Άιρες), ο Σέρβος/Γιουγκοσλάβος μονάρχης και ο ομόλογός του της Κροατίας είχαν συζύγους από τον ελληνικό βασιλικό οίκο — και μεταξύ τους ήταν, εξ αγχιστείας, θείος και ανιψιός.

Κλείνοντας, σκέφτομαι ότι ίσως δεν είναι τυχαίος ο τόπος που με ενέπνευσε να ψάξω για αυτή τη δεύτερη, μέσα στην ίδια χιλιετία, «βασιλική» συνάντηση Σέρβων και Κροατών μέσω Ελλάδας. Πρόκειται για άλλο ένα αυστριακό ανάκτορο με ιταλικό όνομα: το Μιραμάρε της Τεργέστης, πόλης που αποτέλεσε έως και πρόσφατα την πύλη τόσο των Ελλήνων όσο και των νότιων Σλάβων προς την καρδιά της Ευρώπης. Ένα από τα εικαστικά αφιερώματα στο πανέμορφο, παραθαλάσσιο παλάτι είναι για τον μεγάλο αδελφό του «Τόμισλαβ», τον εικονιζόμενο δούκα Αμεντέο. Λάτρης των πτήσεων, διοίκησε τις ιταλικές κτήσεις της Αφρικής και κατόπιν τις στρατιωτικές δυνάμεις, πριν πεθάνει το 1942 σε αιχμαλωσία στο Ναϊρόμπι. Κάθε άλλο παρά «καλοπερασάκιας».