Δάκρυα χαράς
Η κλασική μουσική είναι μια απέραντη χώρα, με σύνορα πολύ πέρα από τη γραμμή του ορίζοντα. Μέσα στις αχανείς εκτάσεις της, όμως, υπάρχουν και κομμάτια που η φήμη τους ξεπερνά ακόμη και αυτά τα μακρινά σύνορα· κομμάτια γνωστά και άμεσα αναγνωρίσιμα από όλους, γνώστες και μη. Μερικά παραδείγματα είναι ο Γαλάζιος Δούναβης του Γιόχαν Στράους και η «Άνοιξη» από τις Τέσσερις Εποχές του Αντόνιο Βιβάλντι, και από τον χώρο της όπερας το ντουέτο της πρόποσης («Libiamo») από την Τραβιάτα του Τζουζέπε Βέρντι, η άρια «La donna e mobile» από τον Ριγολέτο, επίσης του Βέρντι, και άλλα πολλά. Σπανιότερα, παρόμοια απήχηση στο ευρύ κοινό απέκτησαν και ολόκληρες όπερες, όπως για παράδειγμα η Κάρμεν του Ζορζ Μπιζέ και ο Μαγικός Αυλός του Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ, χάρη κυρίως στις πολλές αξιομνημόνευτες μελωδίες και στην έξυπνη χρήση του ρυθμού, μια που αυτά τα δύο χαρακτηριστικά έλκουν κυρίως το αυτί των περισσότερων ανθρώπων.
Συμπτωματικά (ή μάλλον κάθε άλλο παρά συμπτωματικά), αυτές οι δύο όπερες ήταν οι πρώτες που αγόρασα — σε δίσκους βινυλίου, βέβαια, μια που αυτό έγινε στις αρχές της δεκαετίας του 1990, όταν δεν είχα αποκτήσει ακόμη CD player. Η τρίτη ήταν η Τραβιάτα. Θα μπορούσα να μιλήσω εδώ για οποιοδήποτε από αυτά τα τρία αριστουργήματα, αλλά μετά από πολλή σκέψη κατέληξα στο συμπέρασμα ότι το πιο σημαντικό από αυτά για την εξέλιξή μου ως ακροατή ήταν ο Μαγικός Αυλός.
Ο Μαγικός Αυλός είναι ένα από τα τελευταία έργα του Μότσαρτ (τελευταίο είναι το ημιτελές Ρέκβιεμ), και η πρεμιέρα του έγινε στη Βιέννη στις 30 Σεπτεμβρίου 1791, μόλις δύο μήνες πριν τον θάνατο του συνθέτη, επομένως μπορούμε να πούμε ότι είναι έργο της «ώριμης» περιόδου του. Ακούγεται ίσως οξύμωρο να μιλάμε για ώριμη περίοδο όταν αναφερόμαστε σε έναν άνθρωπο μόλις 35 ετών, αλλά ας μην ξεχνάμε ότι ο Μότσαρτ άρχισε να συνθέτει από τα πέντε, και έγραψε την πρώτη του συμφωνία στα οκτώ. Είχε, λοιπόν, αρκετό χρόνο στη διάθεσή του ώστε να ωριμάσει συνθετικά, πράγμα που φαίνεται από τη μουσική δομή και την αρμονική εξέλιξη αυτών των έργων, σε σχέση με τα προηγούμενα.
Ένα αξιοπρόσεκτο στοιχείο σχετικά με τον Μαγικό Αυλό είναι ότι πρόκειται για το αποκορύφωμα μιας διετούς συνεργασίας με έναν θίασο του «λαϊκού» θεάτρου, και επομένως απευθυνόταν και σε «απαίδευτο» κοινό, πράγμα που σημαίνει ότι έπρεπε να ακολουθεί πιστά τις επικρατούσες συνταγές της εποχής. Έτσι, το λιμπρέτο ήταν βασισμένο εν μέρει σε ένα δημοφιλές μεσαιωνικό επικορομαντικό ποίημα με ήρωα έναν ιππότη της Στρογγυλής Τραπέζης (από τον γνωστό μύθο του βασιλιά Αρθούρου), εν μέρει σε ένα μυθιστόρημα φαντασίας του 1731, και εν μέρει σε ένα δοκίμιο για τα αρχαία αιγυπτιακά μυστήρια, δηλαδή σε πράγματα ικανά να εξάψουν εύκολα τη φαντασία των θεατών. Ο δε ρόλος του Παπαγκένο προέρχεται απευθείας από την παράδοση του βιεννέζικου λαϊκού θεάτρου. Το έργο είναι κωμικό, αλλά διαθέτει επίσης ρομαντισμό, μυστήριο και αγωνία, και είναι επηρεασμένο από τις ιδέες του Διαφωτισμού, αλλά με μια ατμόσφαιρα πεφωτισμένου απολυταρχισμού, κάτι που μάλλον οφείλεται στο ότι και ο Μότσαρτ και ο Σικανέντερ (λιμπρετίστας, θιασάρχης και πρώτος ενσαρκωτής του Παπαγκένο) ήταν ελευθεροτέκτονες.
Κάπου εδώ πρέπει να φανταστείτε (ή να θυμηθείτε) πώς είναι η πρώτη ακρόαση αυτής της όπερας για έναν νέο σπουδαστή τραγουδιού. Πέρα από τις εντυπωσιακές και μελωδικές άριες, που γράφτηκαν για συγκεκριμένους τραγουδιστές με συγκεκριμένα φωνητικά προσόντα (γι’ αυτό και οι άριες της Βασίλισσας της Νύχτας προσεγγίζουν σε τονικό ύψος τη στρατόσφαιρα), ολόκληρη η μουσική του έργου αποπνέει την ευωδιά του ώριμου Μότσαρτ, και δεν μπορείς παρά να θαυμάσεις ακόμα και τη δομή και την αλληλουχία των μουσικών τμημάτων — γιατί υπάρχει και αρκετή πρόζα, καθώς, όπως είπαμε, το έργο απευθυνόταν σε πιο λαϊκό κοινό. Και για μένα, το (ευχάριστο) σοκ ξεκίνησε ήδη από την αρχή.
Η εισαγωγή του έργου, μετά από τις τρεις εναρκτήριες συγχορδίες, που για κάποιους θυμίζουν το γκονγκ που έχουν ακόμα και σήμερα τα λυρικά θέατρα, και ένα αργό πέρασμα που θυμίζει ίσως τα πρώτα έργα του Μπετόβεν, ξεκινά με τα βιολιά σε φρενήρη ρυθμό και σε μείζονα τρόπο, υποβάλλοντας κέφι, χαρά και ενεργητικότητα, με μια σύντομη λυρική παρέκβαση. Κάποια στιγμή η μουσική τελειώνει με μια από τις συνηθισμένες επικές πτώσεις της εποχής, και νομίζεις ότι θα ακολουθήσει κάποια πρόζα ή άρια. Όμως όχι. Ακούγονται πάλι οι εναρκτήριες τρεις συγχορδίες, και τα βιολιά ξαναμπαίνουν με τον ίδιο φρενήρη ρυθμό αλλά σε πιανίσιμο και σε ελάσσονα τρόπο, υποβάλλοντας μια αίσθηση μυστηρίου και αγωνίας, που γίνεται αίσθηση δράματος καθώς η ένταση μεγαλώνει. Τα σωθικά σου αρχίζουν να σφίγγονται, και μια απορία γεννιέται μέσα σου καθώς η ένταση ξαναπέφτει και τον πρώτο ρόλο αναλαμβάνουν τώρα τα ξύλινα πνευστά. Και μετά ο τρόπος γίνεται ξανά μείζονας, η ένταση δυναμώνει και επανέρχεται το πρώτο θέμα, γεμίζοντάς σε με ένα αίσθημα ικανοποίησης που λες και βγήκε από το πουθενά. Όλα επανέρχονται στη θέση τους. Και μετά ξεκινά η δράση, με τον Ταμίνο να μπαίνει στη σκηνή κυνηγημένος μέσα σε αγωνία και ένταση, ένταση που λύνεται με τις Τρεις Ντάμες που επεμβαίνουν και τον σώζουν. Και αρχίζει η εξέλιξη της πλοκής.
Αυτή η εναλλαγή έντασης-λύσης, μείζονα-ελάσσονα, πιάνο και φόρτε, είναι εγγενές στοιχείο της κλασικής μουσικής, αλλά στον Μότσαρτ δημιουργεί μια απαράμιλλη αίσθηση πληρότητας, λες και το σύμπαν είχε περιέλθει σε χαώδη κατάσταση και ξαφνικά δημιουργείται τάξη, τα πράγματα είναι ξανά όπως πρέπει, έχει επέλθει η αρχαία δραματουργική κάθαρση και η ένταση αποβάλλεται πνιγμένη μέσα σε ένα χείμαρρο από δάκρυα χαράς. Δεν είναι τυχαίο ότι όλοι οι χαρακτήρες είναι στερεότυπα: ο αγαθός και γενναίος Ταμίνο, η ευαίσθητη και καλή Παμίνα, η ύπουλη και κακιά Βασίλισσα της Νύχτας, ο σοφός και ισχυρός Ζαράστρο, ο γήινος και κωμικός Παπαγκένο, ο άπληστος και εγωιστής Μονόστατος... Και η μουσική συνοδεύει άριστα τους χαρακτήρες, είναι γραμμένη ακριβώς στα μέτρα τους, καθρεφτίζει την ιδιοσυγκρασία τους και τα κίνητρά τους. Δεν θέλει και πολύ να καταλάβει κανείς ότι ο Μότσαρτ ήταν ιδιοφυΐα, παρά το γεγονός ότι όλο το έργο είναι φτιαγμένο βάσει συνταγής. Γι’ αυτό και είχε τόση επιτυχία στην εποχή του, με 100 παραστάσεις μέσα στον πρώτο χρόνο από την πρεμιέρα του, και ποτέ δεν σταμάτησε να έχει επιτυχία μέχρι και σήμερα.
Ναι, σωστά διαβάσατε, ο Μαγικός Αυλός είναι μια συρραφή από στερεότυπα, κατασκευασμένος βάσει συνταγής. Αλλά τι σημασία έχει, όταν είναι τόσο καλοφτιαγμένος που σου ’ρχεται να κλάψεις από χαρά κάθε φορά που τον βλέπεις ή τον ακούς;
ΥΓ: Θα μπορούσα να πω ότι δεν έχει σημασία σε ποια εκδοχή θα δείτε το έργο, αλλά παρ’ όλα αυτά προτείνω αυτήν εδώ, κυρίως γιατί έχει την αγαπημένη μου Βασίλισσα της Νύχτας, την Diana Damrau. Αυτό το βίντεο έχει ολόκληρο το έργο, αλλά σε κάθε περίπτωση πρέπει οπωσδήποτε να δείτε την Damrau να τραγουδά τη δεύτερη άρια της Βασίλισσας σε ένα άλλο ανέβασμα, όπου δείχνει ότι, εκτός από πολύ καλή σοπράνο, είναι και εξαιρετική ηθοποιός.